ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΩΝ & ΤΑΙΝΙΩΝ

Αστερισμός Γεγονότων και Πνευματικότητα

Κριτική του βιβλίου του Andrew Robinson, India. A Short History

Κατελής Βίγκλας


Πρέπει να τονιστεί η συστηματικότητα της ανάπτυξης του βιβλίου του Άντριου Ρόμπινσον, με τίτλο Ινδία. Μια Σύντομη Ιστορία (Andrew Robinson, India. A Short History, Thames & Hudson, London 2014, σσ. 248), καθόσον αυτή δεν περιορίζεται σε παράθεση γεγονότων και περιγραφές μνημείων και τόπων ή σε βιογραφίες προσωπικοτήτων. Αντίθετα, ο συγγραφέας προσπαθεί να καταστήσει κατανοητή την προβληματική κάθε εξεταζομένου θέματος και να διαφωτίσει με αναλυτικό τρόπο τον αναγνώστη, παρουσιάζοντας τα υπέρ και τα κατά κάθε άποψης. Η μέθοδός του διαφαίνεται ήδη από το 1ο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού» και το 2ο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Βέδες, Άριοι και προέλευση του Ινδουισμού» (στα οποία ο συγγραφέας συζητά τα δυσερμήνευτα αρχαιολογικά ευρήματα του Πολιτισμού Χαράπα και της πόλης Μοχέντζο-ντάρο – όπως τις αναποκρυπτογράφητες έως σήμερα επιγραφές– αποδίδοντας την καταστροφή του πρώιμου αυτού πολιτισμού σε φυσικά αίτια (σ. 45), αλλά και την ινδοευρωπαϊκή θεωρία)[1], από το 5ο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «Η έλευση του Ισλάμ» (στο οποίο παρατίθενται και αναλύονται τρεις εκδοχές-εξηγήσεις για τον μαζικό εξισλαμισμό των Ινδουιστών), αλλά και από την αρχή του 6ου κεφαλαίου με τίτλο «Η Μογγολική Αυτοκρατορία» (στο οποίο η μη απεικόνιση των ηγετικών μελών της Δυναστείας των Μουγκάλ, αποδίδεται στην ανεικονικότητα της ισλαμικής τέχνης)[2]. Με παρόμοιο τρόπο, στο 3ο κεφάλαιο, με τίτλο «Βούδας, Αλέξανδρος και Ασόκα», ο Ρόμπινσον προσπαθεί, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σταδιακή αναδιαμόρφωση του Ναού Μαχαμπόντι (σ. 67), να εξηγήσει την υποχώρηση του Βουδισμού στην Ινδία (ο οποίος σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα επικρατούσε από το 200 π.Χ. έως το 200 μ.Χ.), γεγονός που ο Δυτικός κόσμος πληροφορήθηκε μόνο τον 19ο αιώνα.

Το ιδιαίτερα θετικό χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι η επιτυχημένη απόδοση της κίνησης και της ροής της ιστορίας. Όμως, η περιγραφή των ιστορικών γεγονότων συμβαδίζει με μια περιορισμένη προσπάθεια περιγραφής των σταθμών της ινδικής πνευματικότητας. Έτσι, στο 4ο κεφάλαιο, με τίτλο «Ινδουιστικές Δυναστείες», περιγράφονται το έπος Μαχαμπαράτα (σσ. 86 και 89-90, στο οποίο περιλαμβάνεται το Μπαγκαβάτ Γκίτα), το έπος Ραμαγιάνα, του οποίου ο Ρόμπινσον δίνει την περιγραφή της πλοκής (σ. 87), οι Βέδες και οι Ουπανισάδες (σ. 70-1). Επίσης, στο βιβλίο υπάρχει εκτενής αναφορά στον μυστικιστή ποιητή Καμπίρ (σσ. 113-116), ο οποίος αναγνωρίζεται τόσο από τους μουσουλμάνους όσο και από τους ινδουιστές.

Ακόμη, ενδιαφέρουσες είναι οι επιτυχημένες συγκρίσεις με άλλες ιστορικές περιόδους, χωρίς ο συγγραφέας να οδηγείται σε αναχρονισμό. Παρομοίως, οι επικαιροποιήσεις και οι αναφορές σε σύγχρονα περιστατικά –όπως οι τηλεοπτικές μεταφορές των ινδικών επών που καθήλωσαν τους θεατές (σ. 91), οι οποίοι θεωρούσαν δεδομένα τα έργα αυτά χωρίς να τα έχουν συνήθως διαβάσει– είναι αξιοσημείωτες. Επίσης, ο Ρόμπινσον δεν κρύβει τον μεγάλο θαυμασμό και την εκτίμηση του προς το έργο του Ινδού σκηνοθέτη Σατιατζίτ Ράι (σ. 91). Ακόμη, δεν λείπουν άφθονα παραθέματα από τα γραπτά του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (σ. 64), του Μαχάτμα Γκάντι, του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού (σ. 66), αλλά και Δυτικών διανοητών, όπως του Μάρκ Τουέην, του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (σ. 78), του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (σ. 90), του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (σ. 90) –ο οποίος γνώριζε σανσκριτικά, κ.ά. Προς τιμή του συγγραφέα είναι ακόμη ότι δεν αναλώνεται σε εκτενείς περιγραφές ιδιαίτερα δημοφιλών θεμάτων, π.χ. υπάρχουν μόνο λίγες νύξεις στο περίφημο ινδικό μνημείο Τατζ Μαχάλ, που ανήγειρε ο Σαχ Γιαχάν για τη σύζυγό του, ενώ αναφέρονται τα κτίρια που κατασκεύασε ο μουσουλμάνος Μπαζ Μπαχαντούρ για την ινδουίστρια Ράνι Ρουμπατί, τραγουδίστρια και αγαπημένη του βασίλισσα, καθώς και η ρομαντική, όσο και τραγική ιστορία τους, που θυμίζει Ρωμαίο και Ιουλιέτα (σ. 117).

Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο κινείται σε δύο επίπεδα. Το ένα επίπεδο είναι ιστορικό, χρονικό και γεγονοτολογικό, ενώ το άλλο είναι ανιστορικό, πολιτιστικό και πνευματικό. Ο συγγραφέας προσπαθεί να συνδυάσει τα δύο επίπεδα και να τα εντάξει σε μια εύληπτη και ρέουσα αφήγηση. Παρ’ όλα αυτά, υφίσταται ένα περαιτέρω ζητούμενο, το οποίο δεν καλύπτεται πλήρως και στο οποίο δεν δίνεται απάντηση και λύση. Το ζητούμενο είναι μια συνολική ερμηνεία του τρόπου της ζωής και της ύπαρξης των Ινδών. Με άλλα λόγια, παρόλο που ο συγγραφέας καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να ενώσει τα δύο ανωτέρω επίπεδα, οι τομές και οι συνάψεις τους δεν είναι ιδιαίτερα εμφανείς, έχοντας κανείς την αίσθηση ότι αυτά εξελίσσονται χωριστά και παράλληλα. Αυτή η σύντομη ιστορία της Ινδίας –χωρίς να είναι πάντα– είναι συνήθως εξωτερική, αφού δίνει έμφαση στην περιγραφή της υλικής πραγματικότητας. Η τελευταία, ακόμη και εάν είναι αρχαιολογική, παραβλέπει το εσωτερικό και πνευματικό ρεύμα, που διατρέχει υπόγεια ή φανερά την ιστορία, καθιστώντας την ιδιαίτερη και αξιοσημείωτη. Το ρεύμα αυτό αποτύπωσε τη σφραγίδα του στον πολιτισμό και τη θρησκευτικότητα των λαών που κατοίκησαν την ινδική χερσόνησο. Το βιβλίο, λοιπόν, παρέχει μία συνοπτική ιστορία της Ινδίας, αλλά απέχει από το να δώσει μια προσωπική και συνολική ερμηνευτική προσέγγισή της. Ο συγγραφέας δεν υποστηρίζει μια θέση με δικά του επιχειρήματα, για να ακολουθήσει ένα οδηγητικό νήμα έως το τέλος. Φυσικά, πιθανόν να μην αισθάνεται την ανάγκη να προβεί σε παρόμοιο εγχείρημα, εφόσον είναι ικανοποιημένος αποδίδοντας απλά τη διαδοχή των ιστορικών γεγονότων, των θεσμών και των πολιτικών αλλαγών.

Άλλωστε, ήδη από το 7ο κεφάλαιο, με τίτλο «Ευρωπαϊκές Εισβολές και Εταιρείες Ανατολικών Ινδιών», το μόνο πνεύμα που κυριαρχεί είναι αυτό της αρπαγής και της εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Κλάιβ, αξιωματούχος της Βρετανικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών, μια αντιφατική φυσιογνωμία –στον οποίο οφείλεται η νίκη των Βρετανών στο Πλάσεϋ (23 Ιουνίου 1757) χάρη σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τους στρατηγούς των αντιπάλων ηγετών της Βεγγάλης και των Γάλλων– επέστρεψε στη Βρετανία το 1774 για να αυτοκτονήσει σε ηλικία μόλις 49 ετών. Είχε αποκομίσει προσωπικά κέρδη £400.000, τη μεγαλύτερη περιουσία που δημιούργησε ποτέ Βρετανός στην Ινδία. Το 1770 στη Βεγγάλη ενέσκηψε φοβερός λιμός στέλνοντας στον θάνατο δέκα εκατομμύρια ζωές μέσα σε ένα έτος. Ο λιμός άρχισε από τη ξηρασία, αλλά επιδεινώθηκε λόγω της κακοδιοίκησης της Εταιρείας (σ. 144). Παρ’ όλα αυτά, τον 19ο αιώνα, η Βρετανική κυριαρχία ήταν ευπρόσδεκτη από έναν μεγάλο αριθμό πεπαιδευμένων Ινδών (μεταξύ των οποίων ήταν ο Ντουαργκανάθ Ταγκόρ, πατέρας του Ραμπιντρανάθ), οι οποίοι άδραξαν τις νέες ευκαιρίες για κοινωνική βελτίωση και προσωπικό πλουτισμό. Επίσης, η Ινδία ανοίχτηκε στην αγγλική γλώσσα και στη Δυτική εκπαίδευση, λογοτεχνία, επιστήμη και τεχνολογία. Οι Βρετανοί αξιωματούχοι και οι σύμβουλοί τους στην Καλκούτα και στο Λονδίνο διαιρέθηκαν σε όσους επιθυμούσαν να μην ασκήσουν επιρροή στην ινδική κοινωνία και θρησκεία –τάση που αποτελούσε την αρχική πολιτική της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών– και σε όσους πίστευαν στην ανάμιξη των πολιτιστικών χαρακτηριστικών. Η πρώτη ομάδα είναι γνωστή ως Οριενταλιστές (σε αυτούς κατατάσσονται ο Σερ Ουίλιαμ Τζόουνς, ο οποίος ανακάλυψε την οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και η Ασιατική Εταιρεία της Καλκούτας), που υποστήριζαν την εκπαίδευση των Ινδών με βάση το δικό τους πολιτισμό και τη δική τους γλώσσα, τα σανσκριτικά, και στη δεύτερη, οι Αγγλιστές (κύριος εκπρόσωπος των οποίων ήταν ο Τόμας Μπάμπινγκτον Μακόλευ), που ευνοούσαν μια ευρεία εκπαίδευση με βάση τα αγγλικά (σσ. 146-8).

Παρόλη όμως την ανεπάρκεια της περιγραφικής απόδοσης της ινδικής πνευματικότητας, ο Ρόμπινσον επιτυγχάνει κάτι άλλο, δηλαδή να καταστήσει φανερούς τους «αστερισμούς» των σημαντικότερων γεγονότων και προσωπικοτήτων της ινδικής ιστορίας. Επίσης, δεν λείπουν οι κοινωνιολογικές αναφορές και αρκετά δημογραφικά στοιχεία. Όσον αφορά άλλους τομείς της ιστορικής επιστήμης υπάρχουν κάποιες ελλείψεις, για παράδειγμα στο βιβλίο δεν εμφανίζονται εκτεταμένες αναλύσεις στρατιωτικής ιστορίας, παρόλο που γίνονται αναφορές σε πάμπολλες μάχες. Δυστυχώς, όμως, παρά τη συμπερίληψη των αντιπροσωπευτικότερων και χαρακτηριστικότερων στοιχείων της ινδικής ιστορίας, το έργο στερείται της ατμοσφαιρικότητας που θα προϋπέθετε μεγαλύτερη αφηγηματικότητα και γλαφυρότητα ύφους. Ωστόσο, η γλώσσα είναι σαφής και η επιλογή της ορολογίας εύστοχη.

Επίσης, προς τιμή του Ρόμπινσον είναι ότι, παρότι Βρετανός, δεν διστάζει, στο 8ο κεφάλαιο με τίτλο «Το πετράδι του στέμματος», να περιγράψει τα φρικτά και μαζικά αντίποινα των συμπατριωτών του εναντίον όχι μόνο των στασιαστών της Ινδικής Ανταρσίας του 1857, αλλά και μεγάλου μέρους του άμαχου πληθυσμού (σ. 156-160). Στο ίδιο κεφάλαιο (σσ. 162-3), ο συγγραφέας αναφέρεται ιδιαίτερα στην κοινωνική και πολιτιστική άνοδο των Ινδών το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, διαμέσου θρησκευτικών και εκπαιδευτικών κινημάτων, όπως ήταν ο Μπραχμοϊσμός, κυρίως στο πλαίσιο του Ινδουισμού. Όπως σημειώνει ο Ρόμπινσον, υπήρχε εν γένει μια τάση για βελτίωση της κοινωνίας, παρόλο που οι Ινδοί ενδιαφέρονταν πρώτιστα για θρησκευτικά παρά για κοινωνικά ζητήματα (σ. 164). Όμως, όταν ο Μπραχμοϊσμός παρήκμασε, αναδύθηκαν άλλα πολιτικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένου του Μαρξισμού. Το σημαντικότερο εξ αυτών υπήρξε το Ινδικό Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο συγκλήθηκε για πρώτη φορά στη Βομβάη το 1885. Μετά το 1920, υπό την ηγεσία του Γκάντι, το κίνημα αυτό θα οδηγήσει στη μαζική κινητοποίηση για την απελευθέρωση της Ινδίας.

Οπωσδήποτε, στο 9ο κεφάλαιο, με τίτλο «Το τέλος της Αυτοκρατορίας», ο συγγραφέας ομιλεί και πάλι με παρρησία, όταν αναφέρεται στους εθνικούς και απελευθερωτικούς αγώνες της Ινδίας για την ανεξαρτησία τον 20ο αιώνα. Βέβαια, ο Ρόμπινσον εστιάζει πρώτιστα σε τρεις προσωπικότητες που καθόρισαν την πορεία αυτή, δηλαδή τον Ταγκόρ, τον Γκάντι και τον Νεχρού, προσπαθώντας να τονίσει και να ερμηνεύσει τις ιδεολογικές, πολιτικές και πρακτικές διαφορές των δύο πρώτων, κυρίως μέσα από τον διάλογο ενώπιος ενωπίω που είχαν οι δύο πνευματικοί άνδρες στην Καλκούτα το 1921.

Στο 10ο και τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Η μεγαλύτερη Δημοκρατία του κόσμου», εξυμνείται η μέγιστη συμβολή του Νεχρού στον σχεδιασμό και στη διαμόρφωση της Ινδίας τον 20ο αιώνα, χωρίς όμως να παραβλέπονται οι αποτυχίες του, ενώ περιλαμβάνονται ιδιαίτερα αναλυτικά στατιστικά στοιχεία.

Στον Επίλογο (σσ. 204-210), παρουσιάζεται αναλυτική αναφορά στη διαφθορά και στην ανέχεια της σύγχρονης Ινδίας, αλλά και στην έλλειψη πρωτοτυπίας, όσον αφορά τον επιστημονικό και τον επιχειρηματικό τομέα.

Το βιβλίο, εκτός των δέκα Κεφαλαίων και του Επιλόγου, διαθέτει Πρόλογο (σσ. 6-10) και Εισαγωγή (σσ. 11-26), ενώ κλείνει με Χάρτη των συνόρων της Ινδίας, τοπωνυμίων και αρχαιολογικών χώρων (σσ. 211-212), με Χρονολόγιο από το 7.000 π.Χ. έως το 2009 (σσ. 214-218), σχολιασμένη Βιβλιογραφία κατά κεφάλαιο για περαιτέρω μελέτη (σσ. 219-234), Ευχαριστίες (σ. 235), Κατάλογο 11 ασπρόμαυρων φωτογραφιών (σ. 236), εκ των οποίων οι δέκα παρουσιάζονται πίσω από την επικεφαλίδα κάθε κεφαλαίου, και τέλος, Ευρετήρια (σσ. 237-248).

[1] Ο ίδιος συγγραφέας πρόσφατα συνέγραψε ένα βιβλίο για την περιοχή της Κοιλάδας του Ινδού (βλ. The Indus: Lost Civilizations, Reaktion Books, London 2015)

[2] Για την αυτοκρατορία των Μουγκάλ ο συγγραφέας παραπέμπει στα εξής έργα: Bamber Gascoigne, The Great Mughals, Jonathan Cape, London – Harper & Row, New York 1971 – The Indian Heritage: Court Life and Arts under Mughal Rule, Victoria & Albert Museum, London 1982 – J. P. Losty – Malini Roy, Mughal India: Art, Culture and Empire, British Library, London 2012.