Συνομιλία με τον Εουτζένιο Μπάρμπα – Διάλογος της γιόγκα με το θέατρο.
Της Άννας Σταματάκη
Όταν ξεκινώ γιόγκα μετά από μια διακοπή, νιώθω σαν να επιστρέφω ξανά στο σπίτι μου. Επιστρέφω στο σπίτι μου σημαίνει επιστρέφω στον εαυτό μου, ξεκουράζομαι, νιώθω ασφάλεια, εκφράζομαι ελεύθερα, απομονώνομαι και διαλογίζομαι, συνομιλώ με τον εαυτό μου, αντλώ δυνάμεις για να αντιμετωπίσω τη ζωή και τα προβλήματα. Επιστρέφω σε αυτό το μυστικό μέρος όπου προετοιμάζω τις αναγεννήσεις μου.
Οραματίζομαι το εργαστήριo γιόγκα σαν ένα μέσο όπου μπορεί να υφάνει κανείς κατ΄αρχήν τη σχέση με τον εαυτό του. Και μετά η γιόγκα- διάλογος με τον εαυτό μας να θρέψει τον διάλογο, την επικοινωνία με τον άλλο και γενικότερα με το περιβάλλον. Το εργαστήριο να είναι μία «όαση φυσιολογικής λειτουργίας στη μέση της ανηλεούς πορείας της ιστορίας» και των προσωπικών στραγγαλισμάτων. Να ξεδιπλώνει, να απλώνει, να ανοίγει, αποδεχόμενος ο καθένας τον εαυτό του και να δίνει την ώθηση για υπέρβαση. «Η ώθηση για υπέρβαση είναι το παιδί μέσα μας, που στέκεται στις μύτες των ποδιών προκειμένου να κοιτάξει πάνω από τον τοίχο που είναι ψηλότερος από μας». Να θρέφει την προσωπική βελτίωση με κατεύθυνση την ελευθερία. Και να συνεχίζουμε τη γιόγκα σαν να πρόκειται όταν στεκόμαστε στις μύτες των ποδιών μας , να ψηλώσουμε, να πετάξουμε…
Δεν υπάρχουν τυπικά προσόντα για να ασκηθεί κανείς στη γιόγκα. Υπάρχει μόνο η θέληση και η ευχαρίστηση γι’ αυτό που κάνουμε. Δεν υπάρχει δάσκαλος, υπάρχει καθοδηγητής και κάθε μαθητής γίνεται παιδαγωγός του εαυτού του κάτω από την καθοδήγησή του. Και παιδαγωγική στη γιόγκα σημαίνει μια συνειδητή, βιωματική μελέτη του σώματος, των μυϊκών, των αναπνευστικών και των νοητικών μηχανισμών του, των ψυχοσωματικών νόμων που καθορίζουν αυτούς τους μηχανισμούς και των τρόπων ελέγχου και μετασχηματισμού τους σε μέσα αντίληψης, έκφρασης και ελευθερίας.
Είναι κρίμα να λέει το σώμα: «Μου έχουν πει να το κάνω». Είναι κρίμα η κάθε στάση να είναι τεχνικά σωστή και ακριβής αλλά κενή. Τα νεύρα, ο νους, η σπονδυλική στήλη, οι μύες πρέπει να έχουν απόλυτη σύμπνοια ώστε η γιόγκα να γίνει ζωτική για τον ασκούμενο. Να αφήνει ο ασκούμενος το δικό του ίχνος σε κάθε άσανα.
«Οτιδήποτε κάνεις, κάν’ το με όλο σου το είναι». Η κάθε άσανα, η κάθε πράξη δηλαδή, να χάνει τον αυτοματισμό της και να είναι το αποτέλεσμα μιας υποκειμενικής διαδικασίας. Η διαρκής ανανέωση της συνειδητότητάς μας και της επίγνωσής μας να αντανακλάται στην άσανα, να την ανανεώνει, σαν κάθε φορά να είναι η πρώτη. Οι άσανας γίνονται μικρές πράξεις της ζωής μας ή μικρά δραματουργικά σχήματα. Η γιόγκα γίνεται διάλογος με τον εαυτό μας, κινητοποιώντας μας τεχνικά, αισθητηριακά, οργανικά, πνευματικά, αισθησιακά, νοητικά, ψυχικά.
«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σ’ένα έθνος ή σ’ έναν πολιτισμό. Και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ζουν στο σώμα τους». Άραγε στο θέατρο του Εουτζένιο, όπως και στη γιόγκα, μπορεί να συντελεστεί αυτή η υπέρβαση του ανθρώπου από τους περιορισμούς του κοινωνικού περιβάλλοντος, της πολιτιστικής ιδεολογίας στην οποία μετέχει, από την ιστορική στιγμή και από την προσωπική του ιστορία; Να απελευθερωθεί δηλαδή από την προσωρινότητά του και να γνωρίσει την αληθινή ελευθερία; Υπάρχει όντως αυτό που η Ινδία μέσω της Γιόγκα πίστεψε οτι μπορεί να εξασφαλίσει; Η απόλυτη ελευθερία, ο τέλειος αυθορμητισμός;
Κι αν δεν μπορεί να επιτευχθεί η απόλυτη ελευθερία η γιόγκα μεθοδολογικά θα πρέπει να ελευθερώνει «την παρόρμηση εκείνη που ωθεί κάθε άτομο στο να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι έως ότου συναντήσει τον εαυτό του.» Η συνάντηση αυτή είναι κατάκτηση βαθμών ελευθερίας και στην άσκηση της γιόγκα μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο καθώς απομονώνεσαι από αυτά που συμβαίνουν έξω και δημιουργείς τις συνθήκες για ένα χώρο όπου είσαι παρών, όπου νιώθεις ολόκληρη την ύπαρξή σου.
Άραγε τι σημαίνει να νιώθεις ολόκληρη την ύπαρξή σου; Μήπως είναι η προσωπική αρμονία; «Αρμονία δεν είναι στατική ομορφιά αλλά ενεργητική αναλογία, κίνηση σε ακινησία. Αρμονία είναι η συμφωνία μεταξύ εντάσεων». Η κάθε στάση γίνεται άσανα όταν ήσυχα ισορροπούμε τις δυνάμεις που αναπτύσσονται βρίσκοντας, με εσωτερική κινητοποίηση μέσα στην ακινησία, τις αναλογίες των δυνάμεων και χαλαρώνοντας τις εντάσεις· τότε η άσανα αποκτά την ποιότητα της αρμονίας.
Για να πετύχουμε αυτό τον έλεγχο της σωματικής δραστηριότητας χρειάζεται πειθαρχία. Πειθαρχία ως αντίσταση στους αυτόματους-μηχανικούς τρόπους στάσεων-πράξεων. Πειθαρχία προκειμένου να κατακτηθούν κάποιοι βαθμοί ελευθερίας. Πειθαρχία ώστε να δώσεις τη δυνατότητα στο σώμα να σκεφτεί και η σκέψη αυτή να γίνει δράση και αντίδραση και τελικά άσανα. Ο ασκούμενος στη γιόγκα, όπως ο ηθοποιός, πρέπει «να παρασύρεται από την σωματική του νοημοσύνη».
Έτσι το εργαστήριο γιόγκα γίνεται μια νησίδα προσωπικής έρευνας και μεταμόρφωσης. Τα αποτελέσματα εξαρτώνται όχι μόνο από τη μέθοδο, από τον δρόμο αναζήτησης, αλλά και από τα κίνητρα του καθενός. Ποια προσωπική ανάγκη μας οδηγεί στη γιόγκα; Αυτή η «προσωπική αιτιολόγηση καθορίζει το νόημα της εκπαίδευσης. […]Αυτή η εσωτερική αναγκαιότητα καθορίζει την ποιότητα της ενέργειας».
Ο Εουτζένιο Μπάρμπα καταρρίπτει τον μύθο της τεχνικής και οραματίζεται μια εκπαίδευση που σκοπός της δεν είναι τόσο να προετοιμάσει ηθοποιούς, όσο να διαμορφώσει άτομα, να γίνει μια πορεία αυτοκαθορισμού. Υπάρχουν τεχνικές και στη γιόγκα που δημιουργούν πρότυπα τα οποία πρέπει ο ασκούμενος να φτάσει, που προτείνουν συγκεκριμένους μηχανιστικούς τρόπους για να φτάσει κανείς σε ένα « ιδανικό» αποτέλεσμα. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της σκληρότητας ενάντια στο σώμα μας και στον εαυτό μας, στον «διωγμό του σώματος», στη μίμηση, στο κυνήγι της τελειότητας και τελικά στην εξορία του εαυτού μας.
Μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις κάποιοι να «καταφέρνουν να πραγματοποιούν άθλους, οι οποίοι να μας καταπλήσσουν εξαιτίας των ακροβατικών και τεχνικών ικανοτήτων τους», όμως εάν η γιόγκα δεν είναι μια δράση που να κινητοποιεί όλο μας το είναι, αν δεν είναι ένας διάλογος με τον εαυτό μας με σεβασμό στα όριά μας, τότε ο ασκούμενος κινδυνεύει να μεταβληθεί σε ένα «ακρωτηριασμένο ον, ένα παιχνίδι γυμναστικής, ένα νούμερο του τσίρκου, ένα δισδιάστατο δεξιοτέχνη».
Οι ασκούμενοι στο εργαστήριο αναμετρώνται με τον καθημερινό τρόπο δράσης. Ασκούνται σε μια εκτός καθημερινότητας δράση. Δράση χωρίς ταχύτητα και ανταγωνισμούς. Δράση σύμφωνα με τον οργανικό μας παλμό. Δράση σε αργό ρυθμό, τελετουργικό. Δράση που να ευχαριστεί και όχι να εξοντώνει. Δράση με ισορροπία, με σταθερότητα. Οι στάσεις-άσανας σιγά σιγά με την επανάληψή τους γίνονται φυλαχτά που φορά ο ασκούμενος «όχι για να δείξει, αλλά για να αντλήσει απ’ αυτά μία ιδιαίτερη ποιότητα ενέργειας, από την οποία αναπτύσσεται, βαθμιαία, ένα δεύτερο νευρικό σύστημα. Μια άσκηση είναι φτιαγμένη από μνήμη: σωματική μνήμη. Μια άσκηση γίνεται μνήμη που δρα διαμέσου ολοκλήρου του σώματος». Αυτό το δεύτερο νευρικό σύστημα γίνεται μέρος της δικής μας αλήθειας, του δικού μας προσωπικού δρόμου. Γίνεται ασπίδα, αντίσταση, άμυνα, καταφύγιο, φώτιση. Γίνεται αμφισβήτηση, εξέγερση στους επιβεβλημένους τρόπους συμπεριφοράς. Και τελικά γίνεται προσωπική έκφραση, γίνεται η τέχνη σου.
Πολλές φορές, όπως και στο θέατρο αλλά και σε όλες τις δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνεται κανείς, η γιόγκα χάνει το νόημά της. Γιατί κάνω γιόγκα; Γιατί να συνεχίσω με τη γιόγκα; «Οι απαντήσεις πρέπει να είναι εξατομικευμένες. Η σχετική ερώτηση είναι: Είμαστε σε θέση να δώσουμε νόημα σε ό,τι κάνουμε;» Η έρευνα στη γιόγκα, καθώς και στο θέατρο του Εουτζένιο, γίνεται επίσης «αναζήτηση νοήματος». Αναζήτηση νοήματος που δεν υπαγορεύεται από θρησκευτικές πεποιθήσεις ή ιδεολογίες, όπως διάφορες σχολές γιόγκα επιχειρούν.
Και εδώ μπαίνει το ερώτημα της ψευδαίσθησης. Μήπως όλη αυτή η αναζήτηση νοήματος τρέφεται από μια ψευδαίσθηση; Μήπως η γιόγκα υπόσχεται πολλά; Μήπως η ίδια αυτή η αρχαία παράδοση είναι ψευδαίσθηση; Είναι δρόμος ξεπερασμένος; Επιπλέον, γιατί επιλέγω έναν δρόμο ξένο από τη δική μου πολιτισμική ταυτότητα; Μήπως νιώθω τις ψευδαισθήσεις του μετανάστη; Μήπως νιώθω αβεβαιότητα στη νέα πατρίδα; Αβεβαιότητα τώρα αλλά μυστικά επενδύω πάνω της; Γιατί να μην ακολουθήσω ένα μονοπάτι δικό μας, του δικού μας πολιτισμού, γιατί να μην επενδύσω στις δικές μας ρίζες;
«Είναι αλήθεια, υπάρχουν ζωτικές ψευδαισθήσεις. Αλλά πώς και πότε είναι ζωτικές; Πολλές αρχαίες παραδόσεις, όπως τις αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν, είναι ψευδαισθήσεις. Είναι δρόμοι οι οποίοι περιβάλλονται από ερείπια με αρχαιολογική αξία. Μπορούν να μας βοηθήσουν αφάνταστα επειδή διατηρούν ίχνη της γνώσης και της σοφίας πολλών γενεών. Αλλά εμείς μόνοι μας πρέπει να αποφασίσουμε το νόημα και την κατεύθυνση.
[…] Η ιστορική-βιογραφική ταυτότητα κάποιου είναι θεμελιώδης όταν αντιμετωπίζει τον αντίθετο πόλο, τη συνάντηση με την «ετερότητα», μ΄εκείνο που είναι διαφορετικό. Αυτό δεν σημαίνει την επιβολή του ορίζοντα κάποιου ή του τρόπου που βλέπει τα πράγματα, αλλά μάλλον την πρόκληση μετατόπισης, η οποία καθιστά δυνατή μια φευγαλέα ματιά σε μια περιοχή πέρα από το γνωστό σύμπαν κάποιου.
[…] Από μόνες τους, οι ρίζες δεν εγγυώνται τίποτα, ακόμα και όταν δεν τρέφονται από μία ψευδαίσθηση. Πόση πάτρια γη έχουμε ανάγκη; Αλλά επίσης: Πόση από την ικανότητα να είμαστε ή να γίνουμε ξένοι έχουμε ανάγκη;
[…] Ο όρος ρίζες δεν υποδηλώνει κάποιο δεσμό με έναν τόπο αλλά ένα ήθος που μας επιτρέπει να αλλάζουμε τους ορίζοντες ακριβώς επειδή μας ριζώνει σ’ ένα κέντρο.
[…] Οι παραδόσεις συντηρούν και κληροδοτούν μια μορφή, όχι το νόημα που της δίνει ζωή. Καθένας από εμάς πρέπει να καθορίσει και να ξαναεπινοήσει το νόημα για τον ίδιο. Αυτή η εκ νέου επινόηση εκφράζει μια προσωπική, πολιτισμική και επαγγελματική ταυτότητα.
[…] Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι πάντοτε μέσω μιας λεπτομερούς πρακτικής, η οποία οικοδομεί την επαγγελματική μας ταυτότητα. Και ακριβώς η επάρκεια της δεξιοτεχνίας κάποιου μεταμορφώνει μια προϋπόθεση σε προσωπική κλίση και, στα μάτια των άλλων, σε πεπρωμένο που αποτελεί κληρονομιά και παράδοση».
Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό Ευρωπαίοι και μη Ευρωπαίοι να σκεφτούμε με το πρίσμα της Παγκόσμιας Ιστορίας και να σφυρηλατήσουμε παγκόσμιες πνευματικές αξίες. Εξάλλου το αντικείμενο της σύγχρονης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της τοποθέτησης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, ή αλλιώς η ανθρώπινη φύση και ειδικά το πρόσκαιρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως το πρόβλημα αυτό βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς της ινδικής σκέψης και οι απαντήσεις που δίνονται προϋποθέτουν λιγότερο ή περισσότερο άμεσα μια σχετική γνώση της γιόγκα.
Αυτός όμως είναι ένας άλλος διάλογος, διαπολιτισμικός, που αφήνουμε στους φιλοσόφους.
*Ο Εουτζένιο Μπάρμπα γεννήθηκε στη νότια Ιταλία το 1936 και μετανάστευσε στη Νορβηγία το 1954. Από το 1962 έως το 1964 σπούδασε θέατρο στην Πολωνία, περνώντας τρία χρόνια με τον Γιέρζι Γκροτόφσκι και γράφοντας το πρώτο βιβλίο για κείνον. Το 1963, ύστερα από ένα ταξίδι στην Ινδία, δημοσίευσε ένα δοκίμιο πάνω στο Κατακάλι, ένα θεατρικό είδος που τότε δεν ήταν ευρέως γνωστό στη Δύση. Ίδρυσε το Θέατρο Όντιν στο Όσλο το 1964 και μετακόμισε μαζί του στη Δανία το 1966, σκηνοθετώντας μέχρι σήμερα περισσότερες από είκοσι παραστάσεις, οι οποίες περιόδευσαν στην Ευρώπη, στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική. Το 1979 ίδρυσε την ISTA, τη Διεθνή Σχολή Θεατρικής Ανθρωπολογίας, και έχει βραβευθεί με τιμητικά διδακτορικά από τα Πανεπιστήμια του Aarhus της Δανίας, του Ayacucho του Περού, της Μπολόνια της Ιταλίας και του Μόντρεαλ του Καναδά. Είναι μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του θεάτρου.
Σημείωση: Τα μέρη του κειμένου που είναι σε εισαγωγικά είναι αυτούσιες μεταφορές από το βιβλίο του Εουτζένιο Μπάρμπα: ΘΕΑΤΡΟ Μοναξιά, δεξιοτεχνία, εξέγερση, Εκδόσεις ΚΟΑΝ.
Συμπληρωματική βιβλιογραφία: Γιόγκα, Mircea Eliade, Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή
Η Άννα Σταματάκη γεννήθηκε και ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Χημικός Μηχανικός και έκανε το μεταπτυχιακό της στη Διαχείριση Περιβάλλοντος. Μαθήτευσε επί 12 χρόνια στη γιόγκα κοντά στην Anna Boskamp. Από το 2008 διδάσκει γιόγκα. Έχει ιδρύσει το Χώρο άσκησης και πειραματισμού «το Δώμα», όπου εκτός των μαθημάτων γιόγκα οργανώνονται σεμινάρια, διαλέξεις και διάφορα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Άρθρα της Άννας Σταματάκη στα ΙΝΔΙΚΑ
Το ταξίδι μου στην Ινδία. ΙΝΔΙΚΑ 2018
Συνομιλία με τον Εουτζένιο Μπάρμπα – Διάλογος της γιόγκα με το θέατρο. ΙΝΔΙΚΑ 2017