ΑΡΘΡΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΜΕ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΔΙΕΙΣΔΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Greek-Products


Δε θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η ελληνική διατροφή και τα ελληνικά τρόφιμα αποτελούν από μόνα τους brand name στην Ινδία. Οι Ινδοί γνωρίζουν ότι η ποιότητα των ελληνικών (yunani) προϊόντων διατροφής είναι υψηλή, καθώς επίσης γνωρίζουν και ποια είναι αυτά τα προϊόντα, όπως θα γίνει αντιληπτό παρακάτω –κυρίως στα γαλακτοκομικά- όπου υπάρχει πληθώρα προϊόντων μη ελληνικών, που μιμούνται τα ελληνικά ή έχουν ελληνικό όνομα.

A) Τρόφιμα

  1. Γαλακτοκομικά: Η Ινδία αποτελεί την πρώτη χώρα σε παραγωγή γάλακτος. Η κρατική εταιρία “Mother Dairy” συλλέγει και διανέμει σε κιόσκια το γάλα (χύμα και συσκευασμένο) και ορισμένα (πολύ λίγα) προϊόντα του (π.χ. το λευκό τυρί paneer, που σε πολλές αγορές αποκαλούν «ινδική φέτα».) Λίγες μεγάλες εταιρίες παράγουν γαλακτοκομικά προϊόντα σε σύγχρονες εγκαταστάσεις. Η Nestle είναι η μόνη αλλοδαπή εταιρία, που είναι εγκατεστημένη και παράγει στην Ινδία γάλα σε χάρτινη συσκευασία με τριμηνιαία λήξη, γιαούρτι, παιδικό γάλα κλπ. Η μεγαλύτερη αντίστοιχη ινδική εταιρία είναι η Amul. Επίσης παράγεται τυρί-απομίμηση δυτικών (π.χ. ινδική παρμεζάνα, ινδικό τσένταρ), με χαμηλή όμως ποιότητα, που πωλείται συνήθως χύμα, μη συσκευασμένο. Τα τελευταία χρόνια άρχισε η εισαγωγή γιαουρτιού και τυριού από την Αυστρία, Δανία, Αυστραλία, ΜΒ, Γερμανία. Στην ινδική αγορά κυκλοφορεί τυρί «τύπου φέτα» (Γερμανία) ή «φέτα» (Δανία) και εδώ και έναν χρόνο η εταιρία ξενοδοχείων Oberoi, που έχει μερικά καταστήματα delicatessen εντός και εκτός των ξενοδοχείων της εισάγει ελληνική φέτα «Δωδώνη» σε συσκευασία 250 γρ. μέσω ολλανδικής εξαγωγικής εταιρίας. Επιπλέον, εμφανίστηκε πρόσφατα στην ινδική αγορά γιαούρτι δανικής προέλευσης με γραμμένη στη συσκευασία του στα ελληνικά τη λέξη «γιαούρτι». Από τα παραπάνω, καθώς και από το γεγονός, ότι μεγάλο μέρος της διατροφής των Ινδών αποτελούν τα γαλακτοκομικά (η μόνη πηγή πρωτεϊνης σε μια χώρα κυρίως χορτοφάγων) συνηγορεί στο να γίνει προσπάθεια εισόδου στη χώρα των αντίστοιχων ελληνικών προϊόντων. Προσοχή πρέπει να δοθεί φυσικά στις ημερομηνίες λήξης λόγω της απόστασης, των καθυστερήσεων μερικές φορές στα τελωνεία και στις δυσκολίες διανομής εντός της Ινδίας (όχι καλά οδικά δίκτυα, πολλή ζέστη κλπ).
  2. Φρούτα και λαχανικά : Όσο παράξενο και να ακούγεται, η Ινδία, που παράγει ποικιλία φρούτων και αποτελεί την πρώτη χώρα στον κόσμο σε παραγωγή και εξαγωγές μάνγκο, εισάγει φρούτα είτε φρέσκα είτε επεξεργασμένα σε κονσέρβες,καθώς και χυμούς φρούτων. Η έλλειψη μέσων συντήρησης, καθώς και η έλλειψη τεχνογνωσίας για την βελτιστοποίηση του παραγόμενου προϊόντος είναι οι αιτίες για το εν λόγω φαινόμενο. Επίσης, το κλίμα της Ινδίας σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη έλλειψη τεχνογνωσίας δεν ευνοεί την παραγωγή μεγάλης ποσότητας και καλής ποιότητας ορισμένων ειδών φρούτων (π.χ. πορτοκάλια, μήλα, ακτινίδια, ροδάκινα), με αποτέλεσμα να γίνονται εισαγωγές από την Αυστραλία, Καλιφόρνια, Ν. Αφρική, Ιταλία, Ισπανία, Ισραήλ (μπήκε στην αγορά πρόσφατα, αλλά δυναμικά). Ορισμένα από αυτά είναι ακριβά και πωλούνται μόνο σε επιλεγμένες αγορές. Και στην περίπτωση αυτή, οι εξαγωγείς των αντίστοιχων χωρών προτιμούν να υπάρχουν στην αγορά έστω και περιορισμένα, ώστε να έχουν ήδη αποκτήσει ένα μερίδιό της, όταν στο μέλλον θα αυξηθεί η κατανάλωση των συγκεκριμένων προϊόντων με τη βελτίωση του εισοδήματος των Ινδών.
  3. Ξηροί καρποί: Η έλλειψη τεχνογνωσίας είναι και σε αυτή την περίπτωση η αιτία, που δεν κάνει το ντόπιο προϊόν ελκυστικό, παρά την εγχώρια παραγωγή. Στο παρελθόν εκφράστηκε έντονο ενδιαφέρον απο Ινδούς εισαγωγείς για εισαγωγή Κορινθιακής σταφίδας, που είναι γνωστή και στην Ινδία. Τελικά, έκριναν ότι οι τιμές ήταν απαγορευτικές και παρήγγειλαν από την Ισπανία. Μια ελληνική εταιρία συνεργάζεται με την καλύτερη ινδική για την επεξεργασία και συσκευασία ξηρών καρπών. Θεωρώ, ότι αν υπάρξει μια συντονισμένη προσπάθεια, είναι δυνατόν να εισαχθεί και αυτό το είδος στην ινδική αγορά.
  4. Μπισκότα και άλλα γλυκίσματα: Οι εισαγωγές γίνονται από την Δανία, ΜΒ, Γερμανία, Ιταλία, Αυστραλία κλπ. Οι Ινδοί είναι λάτρεις των γλυκών και τα εγχώρια μπισκότα κ.ά. γλυκίσματα δεν είναι ανώτερης ποιότητας όπως τα εισαγώμενα. Επιπλέον, θέση στα ράφια των καταστημάτων ειδών διατροφής καταλαμβάνουν ήδη συσκευασίες, που περιέχουν όλα τα υλικά για την παρασκευή σπιτικών γλυκών. Όλα αυτά είναι προϊόντα, που παράγει η χώρα μας και θα μπορούσαν επίσης να εξαχθούν στην Ινδία.
  5. Ελαιόλαδο. Αποτελεί ένα ακόμα είδος, στο οποίο, δυστυχώς, επιβάλλονται υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί για προστασία της ντόπιας παραγωγής φυτικού βρώσιμου λαδιού. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι ιταλικές εταιρίες, που εξάγουν στην Ινδία, αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν συσκευασία 250 ml, για να καλύψουν ανάγκες των Ινδών, όχι προς βρώση, αλλά προς καλλυντική χρήση (μάσκα μαλλιών). Δεδομένης, όμως, της φήμης του ελληνικού ελαιολάδου, δεν αποκλείεται η δυνατότητα εύρεσης δυναμικών συνεργατών, που, με την κατάλληλη διαφήμιση, θα συμβάλλουν στην προώθηση του προϊόντος στην ινδική αγορά.
  6. Άλλα είδη διατροφής: Αν και οι εισαγωγές κρέατος στην Ινδία υπόκεινται σε πολλούς περιορισμούς, εντούτοις επιτρέπονται οι εισαγωγές προϊόντων κρέατος. Προϊόντα, που έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους είναι κονσέρβες κρέατος, φιλέτα ή ζαμπόν κλπ. Δεδομένης της καλής ποιότητας των αντίστοιχων ελληνικών προϊόντων και της μικρής ποσότητας –ακόμα- που εισάγεται, θα μπορούσε και στη συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει προσπάθεια εξαγωγής στην Ινδία, ιδίως των προϊόντων “light” (διευκρινίζεται, ότι τελευταία οι Ινδοί άρχισαν να δίνουν σημασία στα υγιεινά προϊόντα λόγω των μεγάλων προβλημάτων υγείας του πληθυσμού –πρώτη χώρα στον κόσμο σε διαβήτη κλπ- οπότε θα ήταν έξυπνη στρατηγική για μια εταιρία να εισάγει την «υγεινή» σειρά των προϊόντων της και να αποκτήσει brand name ως τέτοια. Επίσης, θεωρώ ότι υπάρχει περιθώριο για κονσερβοποιημένα λαχανικά και φρούτα, ιδίως εάν αυτά αναγράφουν στη συσκευασία τους μερικές συνταγές ή ιδέες σερβιρίσματος (όπως γίνεται με τους ιταλικούς πολτούς ντομάτας).


Β) Ποτά

1. Κρασί: Αν και οι εισαγωγικοί δασμοί, που επιβάλλονται στο κρασί είναι υψηλοί, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο προώθησής του μέσω μεγάλων ξενοδοχείων, που είναι πρακτική που εφαρμόζουν και άλλες χώρεςΟι προοπτικές για τα ελληνικά κρασιά διαγράφονται αρκετά σημαντικές, καθώς στην ινδική αγορά και καταναλωτική κοινωνία αρχίζει να διαμορφώνεται υψηλή ζήτηση για ποιοτικά προΪόντα και νέες ποικιλίες που να ταιριάζουν περισσότερο με την πικάντικη ινδική κουζίνα.
2. Ροφήματα: Αγαπημένο είδος των Ινδών. Εισάγονται ροφήματα από την ΜΒ (φυτικό τσάι). Λόγω της ποικιλίας και ποιότητας των αντίστοιχων ελληνικών και επιπλέον της προσιτής τους τιμής, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει ενδιαφέρον για εισαγωγή από Ινδούς διανομείς.
3. Αλκοόλ: Προϊόντα που έχουν ζήτηση είναι το ουίσκι, κονιάκ, τζιν, βότκα. Θα μπορούσε να γίνει προσπάθεια για την εισαγωγή ούζου, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν καλύτερο να γίνει στα πλαίσια μιας γενικότερης παρουσίασης ελληνικής διατροφής σε συνεργασία με το πρόγραμμα «Κέρασμα» και την ελληνική πρεσβεία.
4. Χυμοί φρούτων: Είναι προϊόν με μεγάλη κατανάλωση στην Ινδία, υπάρχει ντόπια παραγωγή και επιπλέον γίνονται εισαγωγές από την Καλιφόρνια, Αυστραλία κλπ. Τα εισαγώμενα είναι υψηλής ποιότητας, γεγονός που ώθησε και τους Ινδούς παραγωγούς να δημιουργήσουν ποιοτικά προϊόντα.

Γ) Κλωστοϋφαντουργικά

Αναφορικά με τον ρουχισμό, θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι το σύνηθες είναι είτε επιτόπια παραγωγή και στη συνέχεια πώληση σε καταστήματα της ίδιας εταιρίας στην Ινδία με παράλληλη εξαγωγή σε άλλες χώρες, είτε εισαγωγή και πώληση αυτών σε καταστήματα που έχουν την επωνυμία της εταιρίας που παρασκευάζει ρούχα. Δεν είναι συχνό το φαινόμενο πώλησης ξένου ρουχισμού σε ινδικά καταστήματα. Για τον λόγο αυτό, είναι λίγο δύσκολο να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα στα πλαίσια μιας επιχειρηματικής αποστολής, χωρίς φυσικά να αποκλείεται καθόλου και η περίπτωση να βρεθούν ενδιαφερόμενοι. Σχετικά με τα υπόλοιπα είδη του κλάδου, εφιστάται η προσοχή στην τεράστια διαφορά τιμών λόγω της ινδικής φτηνής πρώτης ύλης και της αντίστοιχης ακριβής ελληνικής. Οι Ινδοί επιδεικνύουν ενδιαφέρον για ξένο design και η αγορά πολυτελών αλλοδαπών ειδών γνωρίζει συνεχή αύξηση. Χαρακτηριστικά, εισάγονται ιταλικά υφάσματα πολυτελείας (για καναπέδες και γενικότερα διακοσμητικές χρήσεις), τα οποία οι εύποροι Ινδοί αγοράζουν. Το βάρος πρέπει να πέσει στον τομέα αυτό σε είδη υψηλά ποιοτικά, που μπορούν να θεωρηθούν είδη πολυτελείας, γιατί διαφορετικά δεν θα υπάρξει ενδιαφέρον εκ μέρους των Ινδών εισαγωγέων και καταναλωτών.

Δ) Καλλυντικά

Η τάση στους Ινδούς καταναλωτές είναι η αγορά καλλυντικών φυσικής βάσης. Αν και εισάγονται γνωστά καλλυντικά (Dior, Yves Saint Laurent), τόσο οι τιμές τους όσο και η καταναλωτική κουλτούρα των Ινδών (παράδοση σε ayuverdic προϊόντα κλπ) συνηγορούν στην προσπάθεια εξαγωγής ελληνικών «φυσικών» καλλυντικών, μερικά εκ των οποίων είναι ήδη επώνυμα σε δυτικές αγορές.

Ε) Έπιπλα

Η Ινδία παράγει έπιπλα, και μάλιστα πολλά από αυτά προς εξαγωγή. Οι δυτικές επιρροές, όμως, που μεταβάλλουν την αισθητική αντίληψη του Ινδού καταναλωτή, σε συνδυασμό με την κατασκευή – σε μερικές μεγάλες πόλεις – σύγχρονων κατοικιών, στις οποίες η διαρρύθμιση, αλλά και το life style των κατοίκων τους συνηγορεί στην επίπλωσή τους σε δυτικό στυλ και –κυρίως- η αύξηση μοντέρνων χώρων εργασίας, όπου και πάλι η δυτική αντίληψη ως προς το χώρο υπερτερεί, ενδυναμώνουν την χρεία δυτικού στυλ επίπλωσης. Κυρίως ως προς την επίπλωση επαγγελματικών χώρων, οι αντίστοιχες ελληνικές εταιρίες θα μπορούσαν να διερευνήσουν τη δυνατότητα εξαγωγών τους προς την Ινδία.

Πηγή: ΥΠΕΞ