Η ζοφερή επικαιρότητα της Ιλιάδας και της Μαχαμπαράτα
Του Γιώργου Αμάραντου*
Άλλά,φίλος, θάνε καί σύ
Ιλ. Φ 106
Αποσώνεται σιγά σιγά ο φετινός σκληρότατος Απρίλης (“the cruelest month”) και καθώς μάλλον δεν διαθέτουμε ως Νεοέλληνες την διονυσιακή εκείνη εμπειρία που είχε οδηγήσει, κατά τον Νίτσε, τους αρχαίους ημών προγόνους σε μια θαρραλέα και κατά πρόσωπο ενατένιση της ουσιαστικής φρίκης και του παραλογισμού της ζωής, νιώθουμε καθημερινά να μας πετρώνει σα σύγχρονη Μέδουσα το αποτρόπαιο βλέμμα του ουκρανικού πολέμου που φτάνει ως εμάς μέσα από τις οθόνες των τηλεοπτικών μας συσκευών. Κι όσοι ποτέ ονειρευτήκαμε πως η πολεμική βία ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, ξεπερασμένη, υποθέταμε, από την υλική πρόοδο και από την ενοποίηση της Γηραιάς Ηπείρου, θα ανήκε πλέον στα κιτάπια της ιστορίας διαψευστήκαμε οικτρά: το ‘χαμε, φαίνεται, μες στη μοίρα μας, όπως θα έλεγε κι ο Σεφέρης, να δούμε και πάλι τους ανθρώπους «να ξαναπιάνουν τον παλιό δόλο των θεών» και «έναν Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια». 1
Αδράχνοντας τη σεφερική έμπνευση που μιλά για όλους τους δυνητικούς μελλοντικούς πολέμους αφορμώμενη από τον πόλεμο της Τροίας, μας ήλθε στο νου πως ο G. Steiner σε κάποιο βιβλίο του υποστηρίζει ότι στη ρίζα τόσο της ιδέας που έχουμε στη Δύση για τον πόλεμο ως σταθερής και κεντρικής ανδρικής δραστηριότητας, όσο και της φρίκης και της τραγωδίας που επιφέρει στις ανθρώπινες υπάρξεις, βρίσκεται ο Όμηρος με την Ιλιάδα του. «Κάθε φορά που καταστρέφουμε μια πόλη, κάθε φορά που βλέπουμε ανθρώπους κάτω από στέγες που καίγονται να τρέχουν για να σώσουν τη ζωή τους, ο Όμηρος αποκτά μια καινούργια αμεσότητα».2 Κι ενώ η Τροία έχει, όντως, καταστεί στο ευρωπαϊκό συλλογικό ασυνείδητο το αρχέτυπο της πόλης που καίγεται, συμβαίνει επιπλέον γύρω από την καταστροφή της να είναι πλεγμένο και το πρώτο μνημείο λόγου της δυτικής γραμματείας.
Η Ιλιάδα είναι, πράγματι, ένα ποίημα με θέμα τον πόλεμο και κάποιες φευγαλέες πινελιές ειρηνικής ζωής στην αλγεινή αντίθεσή τους με τις εκ του σύνεγγυς και πλημμυρισμένες στο αίμα «νατουραλιστικές» περιγραφές της ατέλειωτης ανθρωποσφαγής στο πεδίο της μάχης μάς κάνουν να γευόμαστε πιο ατόφια την πίκρα από ένα τέτοιο θέαμα ασυνόδευτο από ανακουφιστικά μυθεύματα, παρηγοριές αθανασίας και πατριωτικά φωτοστέφανα.3 Κι όπως σημείωνε η S. Weil στο ωραίο δοκίμιό της «Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης» (1942) προκαλώντας αδήριτους συνειρμούς με το σήμερα: « Η απερισκεψία του κατακτητή που συμπεριφέρεται χωρίς σεβασμό στα πλάσματα που βρίσκονται – ή νομίζει πως βρίσκονται – στο έλεός του, η απόγνωση του στρατιώτη που τον οδηγεί στην καταστροφή, η σύνθλιψη των ηττημένων και των αιχμαλώτων, οι αιματοχυσίες, όλα συμβάλλουν στην δημιουργία μιας ενιαίας εικόνας τρόμου, όπου η βία είναι ο μοναδικός πρωταγωνιστής.» 4
Είναι, ασφαλώς, κοινά γνωστό πως η πρώτη λέξη του έπους «μῆνιν» σηματοδοτεί και το κεντρικό σημείο απ’ το οποίο ξεκινούν να κινούνται τα νήματα της υπόθεσης της Ιλιάδας. Πρόκειται για την οργή του Αχιλλέα εξαιτίας της προσβολής που υπέστη από τον Αγαμέμνονα στο θέμα της διεκδίκησης μιας νεαρής Τρωαδίτισσας αιχμάλωτης, της Βρισηίδας. Η αποχή από τις εχθροπραξίες που αναγγέλλει ο νεαρός ήρωας επέπρωτο να αποβεί ολέθρια για τους Αχαιούς και τα παρακάτω λόγια θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στον Αγαμέμνονα, καθώς τούτος θα επιχειρούσε να μετακινήσει τον Πηλείδη από την απόφασή του:
Αν όμως δεν κάνεις αυτόν τον πόλεμο που είναι σύμφωνος με το καθήκον σου, τότε απαρνούμενος τόσο το καθήκον, όσο και τη δόξα, θα υποπέσεις σε ατόπημα. Οι άνθρωποι θα διηγούνται πάντα την ανυποληψία σου και για τον τιμημένο η ανυποληψία είναι, βέβαια, χειρότερη από τον θάνατο.
Όσο συμβατά κι αν ακούγονται τα παραπάνω με την περίπτωση του Αχιλλέα, όσο κι αν συνηχούν τόσο έντονα με το ηρωικό ιδεώδες της ομηρικής εποχής και με τον «πολιτισμό της τιμής» προς τον οποίο στοιχίζονται, βρίσκονται, στην πραγματικότητα, ενταγμένα σε ένα πολύ διαφορετικό κειμενικό πλαίσιο: πρόκειται για στίχους από την Μπαγκαβάτ Γκιτά (2.33-34), το θεσπέσιο «Τραγούδι του Κυρίου», ένα ξεχωριστό επεισόδιο από το μεγάλο έπος των Ινδών Μαχαμπαράτα.
Η Μαχαμπαράτα, που διηγείται κι αυτή την ιστορία ενός μεγάλου πολέμου,5 παρομοιάζεται συχνά με την Ιλιάδα, αν και, επταπλάσια αυτής κατά το μέγεθος, δεν διαθέτει την ενότητα της πλοκής της.6 Η Γκιτά, η οποία έχει τη μορφή ενός διαλόγου ανάμεσα στον Αρζούνα, τον σημαντικότερο πολεμιστή της μιας παράταξης, και τον Κρίσνα, φίλο και ηνίοχό του, παρεμβάλλεται στη στιγμή της κορύφωσης του έπους, όταν τα δύο ισχυρά στρατεύματα έχουν αντιπαρατεθεί και επίκειται η τελική τους αναμέτρηση. Οι δισταγμοί και οι αμφιβολίες του Αρζούνα προκειμένου να συγκρουστεί φονικά με συγγενικά και φιλικά του πρόσωπα που βλέπει να συναπαρτίζουν την αντίπαλη παράταξη είναι καλά γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ – όπως επίσης και η συμβουλευτική παρέμβαση του Κρίσνα, τμήμα της οποίας αναγνωρίζουμε, άλλωστε, με λίγη προσοχή στο παραπάνω παράθεμα. Το βέβαιο είναι πως ο Αρζούνα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να προφέρει όσα ακούμε στην ραψωδία Φ της Ιλιάδας να ξεστομίζει ο Αχιλλέας προς τον δυστυχή Λυκάονα, που, εκλιπαρώντας την ευσπλαχνία του γιου του Πηλέα και υπενθυμίζοντάς του κάποιους κοινούς δεσμούς, εισπράττει το φοβερό: «Όμως τώρα και συ, καλέ μου, πέθανε !». Τελικά, παρακολουθούμε τον Αρζούνα να καταρρέει στο βάθος του άρματός του με την καρδιά να τρέμει από δισταγμό και πόνο.7
Για να επανέλθουμε στα τωρινά, δεν χρειάστηκε ασφαλώς η πρόσφατη πασχαλινή παρέμβαση του Πάπα Φραγκίσκου που χαρακτήρισε τον πόλεμο στην Ουκρανία αδελφοκτόνο και «καϊνικό» για να αντιληφθούμε τη βαθιά αυτή αλήθεια της σημερινής εμπόλεμης πραγματικότητας. Αναλογιζόμαστε μόνο τον δυνητικό δισταγμό και πόνο ουκ ευάριθμων, θέλουμε να πιστεύουμε, στρατιωτών από την πλευρά των επιτιθεμένων που, μέσα στα δικά τους άρματα, τα τόσο διαφορετικά ως προς την αντοχή, λειτουργικότητα, αποτελεσματικότητα και εν γένει τεχνολογία σε σχέση με τα άρματα του Αχιλλέα και του Αρζούνα, βρέθηκαν, εντούτοις, καταπλακωμένοι από τα ίδια συντριπτικά διλήμματα-και δίχως έναν Κρίσνα στο πλευρό τους για αρωγό και συμβουλάτορα.
Παρόμοια διλήμματα, διβουλίες και αμφιταλαντεύσεις που μας κάνουν να ζητούμε επειγόντως ένα χέρι βοήθειας αναδεικνύουν, νομίζουμε, την διαχρονική αξία και χρησιμότητα των αρχαίων μυθολογικών παραδόσεων, μέρη των οποίων αποτελούν και τα περιλαμβανόμενα τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Μαχαμπαράτα. Ζώντας σήμερα σ’ ένα πλήρως απομυθοποιημένο κόσμο και βιώνοντας την απουσία σπουδαίων σύγχρονων καθοδηγητικών μύθων, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι οι παλαιές μυθολογίες δεν μας μεταφέρουν μόνο σε ένα πνευματικότερο επίπεδο συνείδησης, αλλά περιλαμβάνοντας ιστορίες γύρω από τη σοφία της ζωής, παρέχουν μηνύματα που μπορούν ακόμα και σήμερα να προσανατολίσουν τη συμπεριφορά μας σε κρίσιμες περιστάσεις και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Τέτοιες επικαιροποιήσεις, πέρα από το ότι προσφέρουν λυτρωτική έκφραση στις μύχιες σκέψεις, αγωνίες και ανάγκες μας, έρχονται ακριβώς να επιβεβαιώσουν την ανθεκτικότητα τόσο της μυθολογικής παράδοσης, όσο και των μεγάλων μνημείων του λόγου που την περιέχουν και την στηρίζουν.
Για ένα τέτοιο μνημείο λόγου, την Ιλιάδα, η Simone Weil, κλείνοντας το σχετικό δοκίμιό της θα γράψει: « Τίποτα απ’ ό,τι δώσανε οι λαοί της Ευρώπης δεν έχει σύγκριση με το πρώτο γνωστό επικό ποίημα που εμφανίστηκε ανάμεσά τους. Κι ίσως να ξαναβρούν το επικό πνεύμα, όταν θα μάθουν πως δεν υπάρχει διαφυγή από τη μοίρα, όταν θα μάθουν να μη θαυμάζουν ποτέ τη δύναμη και τη βία, να μη μισούν τους εχθρούς και να μην καταφρονούν τους δυστυχισμένους. Πράγμα αμφίβολο αν γρήγορα τούτο θα στέρξει να συμβεί.»
Ογδόντα χρόνια μετά (1942-2022) στέκουμε δυστυχώς ακόμα σήμερα μοιραίοι και άπραγοι μάρτυρες μιας τέτοιας βραδυπορίας της Ιστορίας…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Γ. Σεφέρης, Ελένη.
2. Παραθέτεται στο O. Τάπλιν, Ελληνικόν πυρ, μτφ. Έλ. Πατρικίου, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992,σ.269.
3. Θα ήταν ωστόσο παράλειψη αν δεν αναφερόμασταν και στην παρουσία στο έπος αρκετών σκηνών που αποπνέουν ανθρώπινη ευγένεια και μεγαλείο ( π.χ. η σκηνή ανάμεσα στον Έκτορα και στην Ανδρομάχη ή ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Πρίαμο), δικαιολογώντας έτσι την όλη συζήτηση περί «ανθρωπισμού» του Ομήρου (Βλ. πρόχειρα Α. Μπονάρ, Η Ιλιάδα και ο ανθρωπισμός του Ομήρου στο Α. Μπονάρ, Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, τόμ. 1, μτφ. Δ. Θοιβιδόπουλος, Θεμέλιο, Αθήνα,1985,σ.37-68.
4. Το δοκίμιο “L’ Iliade ou le poème de la force” της S.Weil έχει εκδοθεί στη χώρα μας δις: το 1984 με τίτλο « Η Ιλιάδα ή το ποίημα της δύναμης» σε ποιητική μετάφραση Μ. Φέλκερ-Καμαρινέα από τις εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ και το 2019 με τίτλο «Η Ιλιάδα ή το ποίημα της βίας» σε σύγχρονο στρωτό δοκιμιακό ιδίωμα από την μεταφράστρια Ευ. Κουλιζάκη και τις εκδόσεις ΣΤΕΡΕΩΜΑ.
5. Πρόκειται για τον πόλεμο ανάμεσα στους Παντάβας, τους νόμιμους διαδόχους ενός σημαντικού βασιλείου, και στους εξαδέλφους τους, τους Καουράβας, σφετεριστές του θρόνου.
6. Για μια συγκριτική προσέγγιση των δύο επών, όσον αφορά στην ελληνική βιβλιογραφία μπορεί κανείς να συμβουλευτεί το βιβλίο του Stephen R. Hill, Concordia, Οι ρίζες της ευρωπαϊκής σκέψης, Συγκριτική μελέτη ινδικής και ελληνικής φιλοσοφίας, μτφ. Ελ. Τσελέπογλου, Εκάτη, Αθήνα, 1996, σ. 102-8.
7. Βλ. Μπαγκαβάτ Γκιτά, 1.47
*Ο Γιώργος Αμάραντος (1956- ) σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία σε Ελλάδα και Γερμανία και εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Τα οριενταλιστικά του ενδιαφέροντα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 έχουν ως κεντρικό άξονα αναφοράς θεωρητικές και πρακτικές-διαλογιστικές όψεις της ινδικής πνευματικής παράδοσης.
Δημοσιεύσεις του Γιώργου Αμάραντου στην ΕΛΙΝΕΠΑ:
Βιβλία:
Απόλλων και Κρίσνα – Ελλάδα και Ινδία στη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη και λογοτεχνία, 2η έκδ. 2022, Αθήνα: Εκδόσεις ΕΛΙΝΕΠΑ. ISBN: 978-618-82624-5-4
Μελέτες και Άρθρα:
«Είναι η ινδική σκέψη πεσιμιστική;» ΙΝΔΙΚΑ 2024
«Σατάν και Μάρα – Το Πρόβλημα του Κακού στη δυτική και στην ινδική σκέψη» ΙΝΔΙΚΑ 2023
«Για μια ανθρωπολογία της εσωτερικής ειρήνευσης – Δύση και Ανατολή “συνομιλούν” για τη γαλήνη της ψυχής» ΙΝΔΙΚΑ 2023
«Η Θεοσοφική Εταιρεία και η περίπτωση Κρισναμούρτι» ΙΝΔΙΚΑ 2022
«Η ζοφερή επικαιρότητα της Ιλιάδας και της Μαχαμπαράτα» ΙΝΔΙΚΑ 2022