ΑΡΘΡΑ

Η Ινδία ως σύμβολο στο ποιητικό σύμπαν του Νίκου Καββαδία

Άγγελος Αρόρα*

Ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού. Γνωστός για το ιδιόμορφο περιεχόμενο του έργου του, ο Καββαδίας μεταφέρει τη ναυτική ζωή στα ποιήματά του, αντλεί από αυτήν το καθημερινό ναυτικό βίωμα και την εμπειρία και τα υφαίνει με μύθους διαφόρων τόπων. Τα υφαίνει με διάφορους ήρωες και ηρωίδες, κυρίως απόκληρους, με αποτυχημένους έρωτες και ιστορικά γεγονότα. Με την ιδιωματική ναυτική γλώσσα και τη θεματική γοητεία της θάλασσας και του ταξιδιού, το οποίο είναι μέσο και σκοπός, ο Καββαδίας κατάφερε να μαγνητίσει το ευρύ κοινό• σε αυτό συνέβαλαν και οι αμέτρητες μελοποιήσεις των ποιημάτων του (Θ. Μικρούτσικος, Ξέμπαρκοι, Κωχ, Αφοί Κατσιμίχα κ.ά.) Μας παρέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές• Μαραμπού (1933), Πούσι (1947) και Τραβέρσο (1975). Το σύνολο του έργου του εκδίδεται και επιμελείται από τις εκδόσεις Άγρα.

Ωστόσο ο προσεκτικός αναγνώστης και μελετητής του έργου του Καββαδία – αυτός που αρέσκεται να διαβαίνει μεταξύ στίχων, πλοίων και ονομάτων – δεν θα αργήσει να αντιληφθεί τη συνεχή παρουσία της Ινδίας στο ποιητικό του έργο ως τόπο, ως πολιτισμό και κυρίως μέσα από τα πρόσωπα. Ο Καββαδίας ταξιδεύει αμέτρητες φορές στον Ινδικό Ωκεανό και αγαπά συνολικά τον νότιο-ασιατικό πολιτισμό και τις χώρες που επισκέπτεται εκεί. Ολόκληρα ποιήματα γράφονται στον Ινδικό Ωκεανό και ο ποιητής μάς το θυμίζει· μεγάλες αναφορές βρίσκουν χώρο στα γραπτά του. Συναντάμε πολυάριθμους στίχους που αναφέρουν ινδικά μέρη, όχι ως τυχαίες αναφορές λιμανιών και τόπων, αλλά ως βίωμα που ο Καββαδίας έχει εγκολπωθεί και αφομοιώσει. Βίωμα που τον έχει σημαδέψει και τον ακολουθεί, ενσωματώνεται στην ποιητική του πανοπλία και έρχεται να μας παραδώσει έναν κόσμο καινούργιο -για μερικούς τουλάχιστον-  και πρωτίστως ζωντανό. Διάσταση που προσδίδει ιδιαίτερη γοητεία στα κείμενά του, καθώς ο αναγνώστης ταξιδεύει και γίνεται κοινωνός ενός νέου πολιτισμού.

Τα τοπωνύμια βρίθουν στα ποιήματα του Καββαδία. Ο ποιητής πάντα περιγράφει το βίωμα και την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί σε συνάρτηση με έναν τόπο. Έτσι παρελαύνει ολόκληρη η νοτιοανατολική Ασία. Μπατάβια (σημ. Τζακάρτα), το Ανάμ με τα περίφημα στίγματά του, η Μπούρμα (σημ. Μιανμάρ), το Μαντράς (Τσενάι) – η  σπουδαία πόλη της Ινδίας εξαιτίας του μεγάλου σε κίνηση εμπορικού λιμένος της και πρωτεύουσα της πολιτείας Ταμίλ Ναντού. Επίσης αναφέρονται η Γέφυρα του Αδάμ (Γέφυρα του Ράμα ή Ράμα Σέτου) που εκτείνεται νοτιοανατολικά της πολιτείας Ταμίλ Ναντού μέχρι τη βορειοδυτική Σρι Λάνκα και αναφέρεται για πρώτη φορά στο έπος Ραμαγιάνα. Ο θεός έχτισε τη γέφυρα, σύμφωνα με το μύθο, για να σώσουν οι μαϊμούδες-στρατός του τη γυναίκα του, Σίτα. Στο ομώνυμο ποίημα Cambay’s water, o Καββαδίας αναφέρεται στο Κhambhat (Γκουτζαράτ), σημαντικό λιμάνι και εμπορικός σταθμός που είναι διάσημος στους ναυτικούς για τις μεγάλες και απότομες μεταπτώσεις της παλίρροιας. Η Ταπροβάνη (Σρι Λάνκα), η Άγρα και το Λακσαντγουίπ είναι μερικές ακόμη “ινδικές” αναφορές. Τέλος, τα ποιήματα Μουσώνας και Γυναίκα (Τραβέρσο) γράφονται στον Ινδικό Ωκεανό το 1951, όπως μαθαίνουμε από υστερόγραφη σημείωση του ίδιου του ποιητή.

Στο ποίημα Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού” (Μαραμπού), ο Καββαδίας περιγράφει μια τυπική καθημερινή σκηνή σε ένα λιμάνι της Ινδίας, μια ανταλλαγή σε ένα παζάρι όπου ο ήρωας δίνει μια γραβάτα για να αγοράσει μια μαϊμού. Παραθέτουμε: “Κάποτε, σ᾿ ἕνα μακρινὸ λιμάνι τοἸνδικοῦ, / δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτὴ γραβάτα/ σ᾿ ἕναν ἀράπη, μία μικρὴν ἀγόρασα μαϊμοὺ/μὲ μάτια γκρίζα, σκοτεινὰ καὶ πονηρία γεμᾶτα.” Ο Καββαδίας γνήσιος κοινωνός του ινδικού βίου έχει ζήσει τα πολύβουα παζάρια των Ινδών με τις εκατέρωθεν διαπραγματεύσεις, παζάρια γεμάτα ζωή και χρώματα (πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα). Η μορφή του αράπη θα πάρει τη μορφή των κούληδων σε άλλους στίχους. Στις προσευχές των ναυτικών (Μαραμπού) γράφει : “Οἱ Κούληδες μὲ τὴ βαριὠχροκίτρινη μορφὴ/ βαστᾶν σκυφτοὶ τὰ γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,/κι οἈράπηδες σιγοκουνᾶν τὸ σῶμα ρυθμικά,/κατάρες μουρμουρίζοντας ἐνάντια τοῦ θανάτου”. Ή στο Cambay’s Water (Πούσι) διαβάζουμε: “Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα, / οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι […].” Ο Καββαδίας μάς παραδίδει τους κούληδες, τους αχθοφόρους δηλαδή, πάντα σκυφτούς να τρώνε με βαρύ και βασανισμένο πρόσωπο. Στίχοι που θα μπορούσαν να αποτελούν πέρα από στυγνό ηθογραφικό σχόλιο και κάποιο ταξικό υπαινιγμό, καθώς ο ποιητής βίωσε από πρώτο χέρι το καστικό σύστημα και τις αδικίες του. Δεν μπορεί να μη συμμερίζεται τη δυστυχία των χιλιάδων Ινδών που δούλευαν σαν σκλάβοι στα λιμάνια για ένα κομμάτι ψωμί.

Πρῶτο ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια.
Εἶναι παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια
καὶ δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.

Kuro Siwo (Πούσι)

Ας συνεχίσουμε όμως με τις καββαδικές αναφορές στον ινδικό βίο και τα στοιχεία του, έναν βίο που σίγουρα θαύμασε ο ποιητής, όντας ίσως ξένος στην ελληνική ιδιοσυγκρασία. Στο Cambay’s Water ακόμα γράφει : “Ξημέρωσε κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,/ἡ Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!…/Μ᾿ αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος/καὶ τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.” Και στη Θεσσαλονίκη ΙΙ : “Καὶ τί δὲν ἔχω ὑποσχεθεῖ καὶ τί δὲν ἔχω τάξει,/μὰ τὰ σαράντα κύματα μοῦ φταῖνε καὶ ξεχνῶ/-τῆς Ἄγρας τὰ μακριὰ σαριά, τοῦ Σάντουν τὸ μετάξι-/καὶ τὰ θυμᾶμαι μόλις δἀναθρώσκοντα καπνό.” Όπως φαίνεται και από τα ίδια τα γραπτά του, ο ποιητής μεταφέρει αυτούσιο το βίωμα στην ποιητική διάσταση. Παρελαύνει ένας φακίρης που τάζει στους ναύτες (μάταια) ότι θα εμφανιστεί κάποια μυθική μορφή και εκείνοι τον κοροϊδεύουν. Σκηνικό που σίγουρα θα συνέβη. Όπως και η υπόσχεση του ποιητή πως θα φέρει στους οικείους τα μακριά σαριά της Άγρας, αναμνηστικό που σίγουρα θα “μετρούσε” λόγω των χρωμάτων, του υφάσματος και του περίτεχνου ραψίματος των Ινδών γυναικών. Δεν λείπουν βέβαια και οι αναφορές που ο Καββαδίας αντικρίζει με τρόμο και δέος τον Ινδικό ωκεανό• “Κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό/πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια” (Γράμμα στὸν ποιητὴ Καίσαρα Ἐμμανουήλ) και “Αυγή ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;” (Μουσώνας).

Τοῦ ναύτη δῶσ᾿ του στὴ στεριὰ κρεβάτι, καὶ νὰ πιεῖ.
-Ὅλο τὸν κόσμο γύρισες, μὰ τίποτα δὲν εἶδες…-
Μὲς στὸ μετάξι κρύβονταν τῆς Ἴντιας οἱ σκορπιο
κ᾿ ἔφερνε ὁ ἀγέρας τῆς νοτιᾶς στὴν πλώρη ἄμμο κι ἀκρίδες.

Ο Λύχνος του Αλλαδίνου (Πούσι)

Δεν θα μπορούσαν να λείπουν και μερικές αναφορές του ναυτικού για τις γυναίκες της Ινδίας και το σπιρτόζικο ταπεραμέντο τους. Στο ποίημα Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ (Μαραμπού) αναφέρεται: “Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια/στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει/γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,/θὰ δεῖτε – ἴσως – τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει. Επίσης στο ποίημα Κοσμά του Ινδικοπλεύστη ” Ἐκεῖ, Ταμίλες χαμηλὲς ποὺ ἐμύριζαν βαριά,/Σιγκαλινὲς μὲ στήθη ὀρθά, τριγύρω σου λεφούσια.” Στίχοι-σχόλια που μας περιγράφουν τις περιπέτειες του ποιητή στα μπαρ και στα μπουρδέλα των λιμανιών της Ινδίας. Όπως διαπιστώνουμε, ολόκληρα ποιήματα περιέχουν στίχους από γεγονότα που έζησε ή είδε ο ποιητής στην Ινδία, μερικά γράφτηκαν εκεί και μερικά τιτλοφορούνται λόγω αυτού. Όμως την πιο γνήσια κατάθεση ψυχής του Καββαδία για την Ινδία την αφήσαμε, φυσικά, για το τέλος. Βρίσκεται στο ποίημα Mal Du Depart (Μαραμπού) -αφιερωμένο στην αδερφή του- και αναφέρεται στη σχέση του με τη θάλασσα, το πόσο την αγαπά και πόσο δεν θέλει να καταλήξει ένας στεριανός υπάλληλος. “Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ/θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,/κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,/θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.” Φανερώνεται όλος εκείνος ο φόβος του ποιητή για το μέλλον, αφού το Μαραμπού εκδίδεται όταν ο ποιητής είναι μόλις 23 χρονών και έχει μπαρκάρει. Φοβάται πως θα δεν θα μπορεί να βγάλει τα προς το ζην και θα είναι κλεισμένος σε ένα γραφείο, αντί να ταξιδεύει σε τόπους μαγικούς. Τα ταξίδια του θα τον μπολιάζουν νοσταλγία, αλλά και λύπη. Η αντίθεση είναι προφανής• τα πλοία θα ταξιδεύουν περήφανα, ενώ αυτός θα είναι σκυφτός σε κάποια κλεισμένη κάμαρα.

Ωστόσο η πιο σημαντική αναφορά βρίσκεται στο τέλος του ποιήματος, ξανά βασισμένη στο δίπολο ονειρικό μέλλον και μέλλον της πραγματικότητας. Ο ποιητής Καββαδίας καταθέτει : “Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ/σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,/θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ/καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες”. Τι πιο τιμητικό από το να δηλώνει και να διαλέγει ως τόπο ταφής και θανάτου του τις μακρινές Ινδίες που τόσο πολύ αγαπά. Να ταφεί σε κάποια θάλασσα την ώρα του ναυτικού καθήκοντος και όχι να έχει μια κοινή κηδεία στη στεριά. Συνοψίζοντας λοιπόν, ο ποιητής δεν διαλέγει κανένα άλλο μέρος του κόσμου που έχει ταξιδέψει – και αναφέρονται στα ποιήματά του πλείστα μέρη- παρά μόνο τις Ινδίες για να  αφήσει την τελευταία του πνοή.


* Ο Άγγελος Αρόρα γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα, από πατέρα Ινδό και μητέρα Ελληνίδα, και έκτοτε ζει σε αυτήν. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τώρα πραγματοποιεί την άσκησή του. Έχει ασχοληθεί και διδάξει την γραφή Braille, ενώ πρόσφατα άρχισε να μελετά τα Χίντι και τον ινδικό πολιτισμό. Ασχολείται ερασιτεχνικά με τη συγγραφή σε θέματα βιβλίου, τέχνης και πολιτισμού και διατηρεί το blog  https://mikresdiafyges.wordpress.com/