Ινδολογία και Ινδοευρωπαίοι
Του Κατελή Βίγκλα, Ιστορικός – Θεολόγος (MSc, PhD)
Το ενδιαφέρον για την Ανατολή που ήταν έντονο στην Αρχαία Ελλάδα, συνεχίστηκε, ανανεώθηκε και γιγαντώθηκε στη Νεώτερη Ευρώπη. Το ενδιαφέρον αυτό συνδέθηκε με την έρευνα για την ύπαρξη μίας πρωτο–γλώσσας της ανθρωπότητας, θέση που διεκδίκησε επί μακρόν η ιερή γλώσσα των αρχαίων Ινδών, η Σανσκριτική. Έτσι, διαδόθηκε με ενθουσιασμό ένας Οριενταλισμός, μία αγάπη για καθετί προερχόμενο εξ ανατολών, και ιδιαίτερα για την ιστορία, τη γλώσσα και την κουλτούρα της Ινδίας. Παράλληλα, επισημάνθηκε η κατακτητική πρόθεση που υπέφωσκε σε αυτό το ενδιαφέρον, κυρίως όσον αφορά τους δυτικούς περιηγητές και αποικιοκράτες. Το ενδιαφέρον για τη γλώσσα της αρχαίας Ινδίας συνδέθηκε σύντομα με μία συνολική θεωρία για την ύπαρξη μίας αρχαίας φυλής, των Ινδοευρωπαίων, που υποτίθεται ότι αποτελούν την καταγωγή του δυτικού πολιτισμού. Οι ρηξικέλευθες για την εποχή εκείνη απόψεις σχετικά με την ύπαρξη των Ινδοευρωπαίων αφορούσαν το εθνικιστικό όραμα της Γερμανίας του 18ου και 19ου αι., τον αντι–διαφωτισμό, τον ρομαντισμό και μία φετιχοποίηση της γλώσσας.
Πνευματικές επαφές με την Ινδία πριν τη Νεώτερη εποχή
Οι πνευματικές επαφές της Αρχαίας Ελλάδας με την Ινδία ήταν ποικίλες και φημολογείτο ότι αναπτύχθηκαν ήδη από την εποχή του Πυθαγόρα. Αναφορές υπάρχουν στα συγγράμματα του πατέρα της ιστορίας Ηροδότου, ενώ παραδίδεται ότι και ο Δημόκριτος ταξίδεψε έως την Ινδία και την Αιθιοπία. Η αναλυτική εξέταση των επαφών αυτών θα απαιτούσε ένα ολόκληρο βιβλίο ή μία σειρά μελετών αφιερωμένων στο θέμα.[1] Εδώ απλώς εν πρώτοις θα σταχυολογηθούν ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα που υποδεικνύουν την πυκνότητα των πνευματικών επαφών και τη γοητεία που ασκούσε η Ινδία στον ελληνικό κόσμο από τα αρχαϊκά χρόνια έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Όμως οι επαφές αυτές φαίνεται να χάνονται για τον Δυτικό Μεσαίωνα, αλλά διατηρούνται αρκετά περισσότερο με το Βυζάντιο.
Ένα μάλλον φανταστικό ανέκδοτο παραδίδεται από τον Αριστόξενο τον Ταραντίνο σύμφωνα με το οποίο ο Σωκράτης είχε συναντηθεί με έναν Ινδό στην Αθήνα. Ο Ινδός αμφισβήτησε τον ορισμό του Σωκράτη για τη φιλοσοφία ως έρευνα για την ανθρώπινη ζωή, υποστηρίζοντας ότι είναι εφικτό για τον καθένα να κατανοήσει τα ανθρώπινα, αγνοώντας όμως τα θεία. Είναι βέβαιο ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν συναναστραφεί με Ινδούς σοφούς κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο βιβλίο του Μεγασθένη με τίτλο Ινδικά παραδίδονται πληροφορίες για τη διδασκαλία των Ινδών φιλοσόφων. Ο ίδιος ο συγγραφέας του υπήρξε πρέσβης του Σέλευκου Α’ Νικάτωρος για δέκα χρόνια στην αυλή του Τσαντραγκούπτα στην Παταλιπούτρα (ελληνικά Παλίμβαθρα, σημερινή Πάτνα των Ινδιών). Επίσης, ο εγγονός αυτού του ηγεμόνα, ο Ασόκα, καυχήθηκε ότι είχε στείλει αποστόλους του Βουδισμού στα Ελληνιστικά βασίλεια. Αργότερα αναφέρονται Ελληνοϊνδοί βασιλιάδες που κυβέρνησαν στην περιοχή των συνόρων με την Ινδία και τιμούσαν Ινδικούς θεούς. Ο πιο σημαντικός από αυτούς, ο Μένανδρος, ο οποίος βασίλευσε στην Καμπούλ γύρω στο 150 μ.Χ., εμφανίζεται να μιλά με τον Βουδιστή μοναχό Ναγκασένα στο έργο της συλλογής Οι Ερωτήσεις του Μιλίντα.[2]
Κατά την αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδο ένας Ινδός ασκητής με το όνομα Ζαρμανοχέγας ήρθε στην Ευρώπη μαζί με πρεσβεία από Ινδούς.[3] Κάηκε ζωντανός με τη θέλησή του στην Αθήνα, κι έδειχναν τον τάφο του πολύ καιρό αργότερα. Ακόμη, στο έργο του Φιλόστρατου για τη ζωή ενός θρυλικού προσώπου, του Απολλώνιου Τυανέα, νεοπυθαγόρειου φιλοσόφου, υπάρχει ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τη ζωή στην Ινδία.[4] Ο γνωστικός φιλόσοφος Βαρδεσάνης άντλησε από μία Ινδική πρεσβεία προς τον Αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο μία σειρά από στοιχεία για τις Ινδικές θρησκείες, που μπορεί να είχαν επηρεάσει τη διδασκαλία του. Η ελληνική αστρολογία διαφόρων μορφών μεταφράστηκε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. στη Σανσκριτική.[5] Ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού Πλωτίνος ίσως συνάντησε Ινδούς πολίτες (εμπόρους, σκλάβους κλπ.) στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, όπου σπούδασε για δέκα χρόνια. Μάλιστα, ο ίδιος ο Πλωτίνος, για να αποκτήσει καλύτερη εκπαίδευση στη φιλοσοφία των Ινδών συνόδευσε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του το 243 μ.Χ.[6] Ο σύγχρονός του Πλωτίνου, Χριστιανός Πατέρας της Εκκλησίας Ιππόλυτος, στο έργο του Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος φαίνεται, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, [7] να έχει μία στοιχειώδη γνώση των ιερών ινδικών κειμένων. Επίσης, o τελευταίος σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας, Δαμάσκιος, με αφορμή τη συνάντησή του με Βραχμάνους, όταν βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, τους παρουσίασε όμοιους με τους χριστιανούς θαυματουργούς αγίους. Αναφέρθηκε στην ασκητική ζωή τους και περιέγραψε τις θαυματουργές ικανότητές τους για την πρόκληση βροχής και τον περιορισμό της ανομβρίας, την αποτροπή φυσικών καταστροφών, όπως λοιμών, λιμών κ.α.[8]
Ο δυτικός Μεσαίωνας γνώριζε κυρίως τον αραβικό κόσμο, χωρίς να έχει πρόσβαση ανατολικότερα. Ο Χριστιανισμός της Λατινικής Δύσης στο βαθμό που θεωρούσε τον ίδιο ως κάτοχο της αλήθειας δεν μπορούσε να ενδιαφέρεται για την ινδική φιλοσοφία. Ο Δάντης Αλιγκέρι αναρωτιέται στη Θεία Κωμωδία πως συμβιβάζεται με την καλοσύνη και δικαιοσύνη του Θεού το να καταδικάζεται να πάει στην κόλαση κάποιος ενάρετος Ινδός, που δεν άκουσε ποτέ για τον Χριστό ούτε βαπτίστηκε.[9] Ακόμη και ο Μάρκο Πόλο, ο φημισμένος ταξιδευτής, όταν περιέγραψε τον Βούδα, τόνισε ότι θα μπορούσε να είναι ένας μεγάλος άγιος εμπρός στον Ιησού, αν ήταν χριστιανός.[10] Βέβαια, στον Ύστερο Μεσαίωνα διαδόθηκε ο θρύλος για το χριστιανικό βασίλειο του Πρεσβύτερου Ιωάννη που λεγόταν ότι βρίσκεται στις Τρεις Ινδίες.[11] Ο φανταστικός αυτός προσηλυτισμός ήταν ένας ιδεολογικός παράγοντας για την υποκίνηση των Σταυροφοριών εναντίων των Αράβων.
Από την άλλη, για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχαν ιδιαίτερη σημασία οι επαφές με την Ινδία. Το έργο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη Χριστιανική Τοπογραφία που χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα, βασισμένο κυρίως στις εμπειρίες από τα ταξίδια του, αποτελεί πολύτιμη πηγή ιστορικών πληροφοριών για την Ινδία και τη Σρι Λάνκα. Ακόμη τον 11ο αιώνα σε όλες τις σφαίρες της Βυζαντινής κοινωνίας υπήρχε αδιάπτωτο ενδιαφέρον για την πρακτική των αστρολόγων και των μάγων, που δεν ήταν στην πλειονότητά τους Έλληνες αλλά Αιγύπτιοι ή Ασιάτες.[12] Αστρολόγους του δρόμου μπορεί κανείς να συναντήσει και σήμερα στην Ινδία.[13] Ωστόσο, η εκ νέου σύσφιξη των σχέσεων της Δύσης και της Ινδίας άρχισε έπειτα από την ανακάλυψη της θαλάσσιας οδού που τις ενώνει από τον Βάσκο ντα Γκάμα το 1498.
Ανάπτυξη της Ινδολογίας και Ινδομανία
Στις 2 Φεβρουαρίου 1786 έγινε μία σημαντική ανακοίνωση στην Ασιατική Εταιρεία της Καλκούτας από τον άγγλο δικαστή Σερ Ουίλιαμ Τζόουνς (Sir William Jones). Διακήρυξε ότι η Σανσκριτική ήταν μία παμπάλαια γλώσσα, καθώς χαρακτηρίζεται από αξιοθαύμαστη δομή, τελειότερη από την Ελληνική και πλουσιότερη από την Λατινική, ότι είναι πιο αξιοθαύμαστα εξευγενισμένη και από τις δύο, αν και συγγενής τους.[14] Από γλωσσολογική άποψη ο Τζόουνς υποστήριξε την υπόθεση ότι τόσο η Κελτική όσο και η Γοτθική, ακόμα και η αρχαία Περσική είχαν κάποια συγγένεια με τη Σανσκριτική. Ο όρος που χρησιμοποίησε για να εκφράσει αυτήν τη συγγένεια ήταν «οικογένεια», εισάγοντας μία νέα ταξινόμηση ζωτικής σημασίας. Ο όρος ήταν αντίστοιχος με τις βοτανολογικές και ζωολογικές ταξινομήσεις που είχε ανακαλύψει π.χ. ο Κάρολος Λινναίος.[15]
Με την ανακοίνωση του Τζόουνς για τη Σανσκριτική ενισχύθηκε η μελέτη της ινδολογίας, και ακριβέστερα ξεκίνησε η ινδοευρωπαϊκή θεωρία, που αφορούσε κυρίως την αναζήτηση της πρωτο–γλώσσας των ανθρώπων. Οι έρευνες αυτές συνδέθηκαν με τον αντι–διαφωτισμό, τον ανορθολογισμό και την ερμηνεία της κοινωνίας βασισμένη στη θεωρία περί ινδοευρωπαϊκών φυλών. Βέβαια, υπό σημερινή οπτική ο Τζόουνς υπέπεσε σε λάθη, διότι, αν και συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα της ύπαρξης μίας πρωτο–γλώσσας και την πιθανή επιβίωσή της σήμερα, δεν αντιλήφτηκε την αναγκαιότητα ανακατασκευής πρώιμων γλωσσών χωρίς γραπτά αρχεία. Επίσης, αν και χρησιμοποίησε πετυχημένα τον όρο γλωσσική οικογένεια δεν έλαβε υπόψη τη γλωσσική μετατόπιση των ήχων από τις πρωταρχικές μορφές τους, παρόλο που πρέπει να είχε μία προδρομική ιδέα για τις μετατοπίσεις αυτές, που ήταν σημαντική για την εξήγησή του.[16]
Είναι αξιοσημείωτο ότι μεταφράσεις σανσκριτικών κειμένων, όπως της Μαχαμπαράτα που συντέθηκαν στην περίοδο από τον 8ο ή 4ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ., και άλλων γνωστών έργων της ινδικής λογοτεχνίας και θρησκευτικότητας αφύπνισαν ένα μεγάλο ενδιαφέρον σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες για καθετί ινδικό κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Η ινδομανία έφτασε στο ζενίθ της την περίοδο 1790–1820.[17] Μάλιστα ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε για αυτήν την αλλαγή των πνευματικών τάσεων, ότι όπως ο αιώνας του Λουδοβίκου XIV ήταν ελληνικός, τώρα ήταν οριενταλιστικός. Επίσης, η βαθιά γνώση της ινδικής γλώσσας κατά τον Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν έφερε «αμέτρητους αιώνες στο στενό κύκλο της Αγίας Γραφής».[18] Ο Οριενταλισμός της εποχής συνδεόταν με έναν ερασιτεχνικό ή επαγγελματικό ενθουσιασμό για καθετί ασιατικό, που ήταν συνώνυμο του εξωτικού, του μυστηριώδους, του βαθιού και του πρωταρχικού.[19] Έτσι, λέχθηκε ότι θα μπορούσε να συντελεστεί μία «Ανατολική Αναγέννηση», κατά αναλογία προς τον ενθουσιασμό που υπήρχε στην περίοδο της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης για την Ελληνική και Λατινική αρχαιότητα.[20] Από τα μέσα του 19ου αιώνα ο Οριενταλισμός ήταν ένα χαώδες θησαυροφυλάκιο γνώσης.[21] Η δυτική εξιδανίκευση της Ανατολής δεν αφορούσε τη σύγχρονη Ινδία, αλλά την Ινδία στην οποία αποδόθηκε το επίθετο κλασσική, δανεισμένο από την κλασσική αρχαιότητα – μία Ινδία όπως διαφαινόταν μέσα από τα αρχαία μνημεία, τα αγάλματα, τα χειρόγραφα, και τις διδασκαλίες των Βραχμάνων της.
Επίσης, αυτή η έντονη αγάπη για την Ανατολή έφερε σε ορισμένες περιπτώσεις και την περιφρόνηση για τη Δύση, όπως μπορεί κανείς να διακρίνει στις φυλετικές θεωρίες του Κόμη ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur Comte de Gobineau, 1816–1882). Ο Γάλλος αριστοκράτης άρχισε μία διπλωματική καριέρα ταξιδεύοντας στη Γερμανία, την Ελβετία και την Περσία. Αργότερα μετέβη στην Αθήνα, το Ρίο ντε Τζανέιρο και τη Στοκχόλμη. Η περίοδος όμως που έζησε στην Περσία ήταν αυτή που του κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Σήμερα μελετάται η αγνοημένη συμβολή του στον Ευρωπαϊκό Οριενταλισμό. Ο Κόμης ντε Κομπινώ εξέφρασε στα γραπτά του μία συμπάθεια και ευαισθησία προς τους λαούς της Ανατολής. Αισθανόταν απέχθεια για τους Ευρωπαίους κατακτητές και περιηγητές. Συχνά αναφέρει την υποκρισία των Ευρωπαίων, τη φτωχή γνώση τους της τοπικής ιστορίας και των γλωσσών των ανατολικών λαών και ότι ο μόνος στόχος τους ήταν η εκμετάλλευση. Η κατάπνιξη της εξέγερσης των Ινδών στρατιωτών Σεπόι (1857–8), που πολεμούσαν για την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, ήταν για αυτόν ένα τυπικό δείγμα των αξιώσεων της Ευρώπης για υπεροχή και της πρόθεσής της να προωθήσει τον δικό της πολιτισμό.[22]
Στην ενίσχυση της σύνδεσης της αρχαίας ινδικής ιστορίας και γλώσσας με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό συνέβαλλε ιδιαίτερα η θεωρία περί Ινδοευρωπαίων. Ένας από τους κύριους εκφραστές της στον αιώνα που πέρασε υπήρξε ο Ζώρζ Ντυμεζίλ (Georges Dumézil, 1898–1986). Ο Ντυμεζίλ βασίστηκε στην υπόθεση ότι όλοι οι λαοί που εντάσσονται στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια έχουν μία κοινή ιδεολογία. Ο Ντυμεζίλ ερεύνησε τα ρωμαϊκά κείμενα, τους ελληνικούς μύθους, τους ινδικούς ύμνους και την αρχαία νορβηγική λογοτεχνία Σάγκα, για να ανακαλύψει μία δομή. Ετσι, ο Γάλλος συγγραφέας ανακάλυψε την διαδεδομένη ύπαρξη μίας τριμερούς λειτουργίας: α. των κυριάρχων ιερέων και βασιλέων, β. των πολεμιστών, και γ. των παραγωγών.[23] Η δομή του Ντυμεζίλ μπορεί να συγκριθεί με τη διαίρεση των τάξεων από τον Πλάτωνα στον διάλογο Πολιτεία σε φύλακες-άρχοντες, σε φύλακες-επίκουρους και σε δημιουργούς, που αντιστοιχούν στα τρία τμήματα της ψυχής: «λογιστικόν – θυμοειδές – ἐπιθυμητικόν».
Περί Ινδοευρωπαϊσμού
Με το έργο του Τζόουνς συντελέστηκε ένα επιστημονικό άλμα, που σηματοδότησε την απαρχή της ινδοευρωπαϊκής γραμματικής και της συγκριτικής γλωσσολογίας. Η εξοικείωσή του με είκοσι οχτώ γλώσσες του επέτρεψε να συμπιλήσει λίστες λέξεων κοινών σε πολλές γλώσσες της ίδιας οικογένειας.[24] Ο ονομαζόμενος κύκλος λογίων της Καλκούτας θαυμάστηκε και συζητήθηκε από Ευρωπαίους συγγραφείς, όπως ο Λόρδος Βύρων και ο Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley, 1792–1822), αλλά ήταν στα γερμανόφωνα πανεπιστήμια όπου εμφανίστηκε μία μεγάλη επιστημονική και φιλοσοφική περιέργεια. Ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε ακόμη γερμανική ταυτότητα, δεν υπήρχε Γερμανία τον 18ο αι. Όσοι οραματίζονταν μία ενωμένη Γερμανία δυσκολεύονταν να πείσουν τους κρατούντες για την αναγκαιότητα μίας τέτοιας επανένωσης, εφόσον η κυριαρχία του κράτους βρισκόταν στα χέρια της αριστοκρατίας. Ο εθνικιστές έπρεπε να ανακαλύψουν ιδεολογικά μέσα για να προωθήσουν τις απόψεις τους. Η ρητορική μίας μεγάλης Γερμανίας βασίστηκε στις ιδέες του Λουθηρανού ιερέα και προ-ρομαντικού Γιόχαν Γκόντφρηντ Χέρντερ (Johann Gottfried Herder, 1744–1803), ο οποίος ήταν ο πρώτος που διέδωσε την ινδομανία στη Γερμανία. Η άνοδος του ινδικού πολιτισμού ήταν σύμφωνα με τον Χέρντερ ένα από τα πιο σημαντικά βήματα στην ανάπτυξη της ανθρώπινης φυλής, προς την ανθρωπιά και την τελειότητα. Η περιγραφή του των Ινδών είναι γεμάτη θαυμασμό, όπως και προς ό,τι ήταν αρχαϊκό και ταυτιζόταν με την ιδέα που είχε σχηματίσει για τον λαό. Όπως ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και ο Μοντεσκιέ, ο Χέρντερ αντιπαράθεσε τους αθώους Ινδούς που κατοικούν τον πιο όμορφο και γόνιμο τόπο στη γη με τους Ευρωπαίους.[25] Με βάση τις ιδέες για την ινδική λογοτεχνία ιδιαίτερα των ιερών έργων Ουπανισάδων (8ος–5ος αιώνας π.Χ.) και Μαχαμπαράτα δημιουργήθηκε μία εικόνα των αρχαίων Ινδών ως ενός λαού αφιερωμένου στο στοχασμό της πνευματικής φύσης του κόσμου, τη μετεμψύχωση και τις μεταμορφώσεις του θείου. Σύμφωνα με τον Χέρντερ τα όρια των κρατών ισοδυναμούν με τα όρια της γλώσσας. Οι γλώσσες είναι η ψυχή του λαού (Volksgeist), και όσο παλιότερος είναι ένας λαός τόσο περισσότερο τα συναισθήματά του φαίνονται στις ρίζες των λέξεων.[26] Ο αντι–διαφωτισμός και ο ανορθολογισμός του για την ερμηνεία της κοινωνίας οδήγησαν στη θεωρία περί λαών και φυλών ενός οργανικά αναπτυσσόμενου κόσμου και στην φετιχοποίηση της γλώσσας από τα εθνικιστικά κινήματα. Έτσι από τη μελέτη των γλωσσών άρχισε η έρευνα για τους Ινδο-Ευρωπαίους, τον πολιτισμό και τη θρησκεία τους.
Τον όρο «ινδοευρωπαϊκός» έπλασε ο Τόμας Γιάνγκ (Thomas Young) το 1813 για να καταστεί σύντομα δημοφιλής.[27] Δέκα χρόνια αργότερα ο Ιούλιος φον Κλάπροτ (Julius von Klaproth) δημιούργησε τον όρο «ινδογερμανικός», που κυριάρχησε στις γερμανικές περιοχές, αλλά ενίοτε χρησιμοποιήθηκε από Αγγλόφωνους και Σκανδιναβούς συγγραφείς.[28] Κατά τον 19ο αιώνα οι γεωγραφικοί αυτοί όροι σταδιακά αντικατέστησαν τη βιβλική ορολογία, όσον αφορά τις πρωτο–γλώσσες. Ηδη ο Τζόουνς συμπεριέλαβε και άλλους λαούς στην οικογένεια γλωσσών των Ινδοευρωπαίων, όπως τους Πέρσες, τους Φρύγες, τους Γότθους, και τους Σκανδιναβούς. Επιπλέον, υπέθεσε ότι πιθανόν ακόμη και οι Κινέζοι, οι Ιάπωνες και οι δημιουργοί των σπουδαίων πολιτισμών της Αμερικής ανήκαν στην ίδια γιγάντια ανθρώπινη οικογένεια.[29] Όμως, αν ο Τζόουνς προέβη στην υπόθεση της ύπαρξης μίας «ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας» ήταν ο Φρανς Μποπ (Franz Bopp, 1791–1867) που την απέδειξε. Ο Μποπ ασχολήθηκε εκτεταμένα με την ινδική γλώσσα και γραμματεία και το 1816 εξέδωσε συγκριτική μελέτη για το σύστημα των ισοζυγιών της Σανσκριτικής σε σύγκριση με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στην οποία διαπίστωσε τη συγγένεια των γλωσσών αυτών όχι μόνο στις ρίζες των λέξεων αλλά και στη γραμματική μορφή τους, δηλαδή στις καταλήξεις.[30] Σήμερα υπολογίζεται ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ομιλούνται από το ένα πέμπτο της ανθρωπότητας.[31] Η θεωρία του Τζόουνς μπορεί να θεωρηθεί μονογενετική με την έννοια ότι ανάγει την προέλευση όλων των γλωσσών στον Αδάμ και τον Μωυσή, προσπαθώντας να την εντάξει στη Βιβλική χρονολογία.[32]
Η αρχαία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της Ινδίας ονομάστηκε εκτός από Σανσκριτική και Ινδο–Άρυα. Για διαχωρισμό από τους Ιρανούς που όριζαν τους εαυτούς τους ως Αρύους, οι Ινδοί ονομάστηκαν Ινδο–Άρυοι. Η θεωρία περί Ινδο–Αρύων αναπτύχθηκε στη σημερινή Ινδία μέσα από μία ιδεολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές της ύπαρξης αυτοχθόνων Αρύων, που τείνουν να αντιμετωπίσουν επιφανειακά τη δυτική βιβλιογραφία, και στους υποστηριχτές της ύπαρξης ετεροχθόνων Αρύων, που λαμβάνουν υπόψη τη δυτική βιβλιογραφία, αλλά κυρίως τις θεωρίες του 18ου και 19ου αιώνα.[33] Οι Ινδο–Άρυες γλώσσες ομιλούνται σήμερα στην Ινδία (Χίντι, Μπενγκάλι, Παντζάμπι, Γκουτζαράτι κλπ.), αλλά στην πρώιμη μορφή τους ομιλούντο από τις Πρωτο–Άρυες φυλές, όταν ακόμη ζούσαν στο Ιράν και πιο πριν στην Κεντρική Ασία. Μία Ινδο–Άρυα γλώσσα που ακόμη ομιλείται στην Κεντρική Ασία (καλείται Πάρια (Parya) και είναι συγγενής των Χίντι και Παντζάμπι) ανακαλύφθηκε μόνο στα μέσα του 1950 στο Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν[34].
Οι ομοιότητες της Ελληνικής με τη Σανσκριτική είναι χτυπητές, και αφορούν τις κλίσεις, τους αριθμούς, τις πτώσεις, τους χρόνους τις εγκλίσεις, τη φωνή, κ.α. Αλλά και τα λεξιλόγια είναι συχνά παρόμοια. Για παράδειγμα η σανσκριτική λέξη «ντάνταμι» παραπέμπει στο ελληνικό «τίθεμι», το Σανσκριτικό «άμπχαραμ» στο ελληνικό «ἓφερον», το ελληνικό «πατράσι» αντιστοιχεί στο σανσκριτικό «πίτρσου» ακόμη και με όρους προφοράς. Άλλα ουσιαστικά και επίθετα, όπως το ελληνικό «δυσμενής» θυμίζει το σανσκριτικό «ντουρμανάχ» και υπάρχει μόνο σε αυτές τις δύο γλώσσες. Η ελληνική «δόσις» παραπέμπει στο σανσκριτικό «ντάτιθ», το ελληνικό «στάσις» μοιάζει με το σανσκριτικό «στίτιχ».[35] Άλλες χαρακτηριστικά παρόμοιες λέξεις είναι οι εξής: «μέλαν»/»μέλα», κάλαμος»/«κάλαμα», «σύρινγγα»/»σουρούνγκα», «κέντρον»/«κέντρα», «δραχμή»/«νταρμί», «κάμπων»/«καμπάνα», κλπ.
Επίλογος
Η Σανσκριτική ήταν μία ιερή γλώσσα και είναι ακόμη για τη σημερινή Ινδία. Η χρήση της στη δημόσια εκπαίδευση παραπέμπει στο ιδεώδες αυτό, αποτελώντας εν μέρει αποτέλεσμα της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας για τη γλώσσα και τους λαούς. Ο κύριος στόχος για τους Ινδούς δεν μπορεί να είναι άλλος παρά σε πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο η διαμόρφωση μίας ανεξάρτητης εικόνας για το παρελθόν σε σχέση με το παρόν, σε σύγκριση mutatis mutandis με την ελληνική πραγματικότητα. Έτσι και εμείς ως Έλληνες πρέπει να θεαθούμε με αληθινό τρόπο τον ιστορικό εαυτό μας, χωρίς να συνεπάγεται ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε τελείως αυτογενώς την πολιτιστική μας ταυτότητα. Η ομοιότητα ορισμένων απόψεων ανάμεσα στην ελληνική και την ινδική σκέψη υποδηλώνει τη δυνατότητα σύγκλισης παρά τις γεωγραφικές αποστάσεις.
[1] Μία τέτοια μελέτη υπάρχει ήδη και είναι μάλιστα στα ελληνικά. Πρόκειται για το δίτομο έργο του Δημήτρη Κ. Βελισσαρόπουλου, Έλληνες και Ινδοί. Η συνάντηση δύο κόσμων. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1990, Τόμοι Α’ και Β’. Πρβλ. Βιβλιοκριτική από την Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, Τόμ. 8, Αρ. 22 (1991) 70-77.
[2] Χέλμουτ φον Γκλάζεναπ, Η Φιλοσοφία των Ινδών. Μτφρ. Ειρήνη Παπαγεωργίου, Γνώση, Αθήνα 1993, 17.
[3] Ramesh Chandra Majumdar, Classical Accounts of India. Firma K. L. Mukhopadhyay, Calcuta 1960, 474.
[4] Philostratus, The Life of Apollonius of Tyana. F.C. Conybeare (Transl.), William Heineman-The Macmillan Co, London-New York 1912, 116–354.
[5] David Pingree, “The Byzantine Translation of Masha’allah on Interrogational Astrology”, στο Paul Magdalino – Maria Mavroudi, Occult Sciences in Byzantium. La pomme d’ or, Geneva 2006, 233.
[6] Πορφύριος, Περὶ τοῦ Πλωτίνου βίου καί τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ. Εισαγωγή-Αρχαίο Κείμενο–Μετάφραση–Σχόλια Παύλος Καλλιγάς, Ακαδημία Αθηνών, Αθήναι 1991, 26-7, (3.13-19).
[7] Thomas McΕvilley, The Shape of Ancient Thought: Comparative Studies in Greek and Indian Philosophies. Allworth Press, New York 2002, κεφ. 22. Πρβλ. Olivier Lacombe, « Note sur Plotin et la pensée indienne », École pratique des hautes études, Section des sciences religieuses. Annuaire 1950-1951. 1949, 6. Από αυτούς τους μελετητές υποστηρίχτηκε ότι η πηγή του Ιππολύτου είναι η Maitri Upanishad και ότι αναφέρεται σε μία βραχμανική κοινότητα στα όρια του σημερινού ποταμού Κρίσνα του Οροπεδίου Ντέκκαν. Ωστόσο, η υποτιθέμενη γνώση των Ουπανισάδων στη Δύση είναι μάλλον παρατραβηγμένη. Η πρώτη μετάφραση έγινε στα περσικά πολύ αργότερα.
[8] Αναστασία Δ. Βακαλούδη, Η Μαγεία ως Κοινωνικό Φαινόμενο στο Πρώιμο Βυζάντιο (4ος–7ος μ.Χ. αι.). Ενάλιος, Αθήνα 2001, 59.
[9] Δάντε Αλιγκιέρι, Η Θεία Κωμωδία. Γ’ Παράδεισος. Μτφρ. Γιωργής Κότσιρας, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1986, 118.
[10] Marco Polo, The Travels. Transl. Ronald Latham, Penguin, London 1958, 283.
[11] Lev Gumilev, Searches for an Imaginary Kingdom: The Legend of the Kingdom of Prester John. R. E. F. Smith (transl.), Cambridge University Press, Cambridge – New York – New Rochelle – Melbourne – Sydney 2009, 4-5.
[12] Βασίλειος Τατάκης, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία. Μτφρ. Ε. Καλπουρτζή, Εποπτ. – Βιβλιογραφική Ενημέρωση Λ. Μπενάκης, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1977, 166.
[13] Maria Mavroudi, “Occult Science and Society in Byzantium: considerations for future research” στο Paul Magdalino – Maria Mavroudi, Occult Sciences in Byzantium, ό.π., 91.
[14] Umberto Eco, Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας. Μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, 154-5 – The Works of Sir William Jones, vol. I. London 1799, 26. Πρβλ. Michael J. Franklin, Orientalist Jones. Oxford University Press, Oxford 2011, 36.
[15] Garland Cannon, The Life and Mind of Oriental Jones. Cambridge University Press, Cambridge/New York/Port Chester/Melbourne/Sydney 1990, 245.
[16] Στο ίδιο, 245.
[17] Stefan Arvridsson, Aryan Idols. Indo-European Mythology as Ideology and Science. The University of Chicago Press, Chicago/London 2006, 23.
[18] Edward W. Said, Orientalism. Vintage Books, New York 1979, 136.
[19] Στο ίδιο, 51.
[20] Stefan Arvridsson, Aryan Idols, ό.π., 23-4.
[21] Edward Said, Orientalism, ό.π., 51.
[22] Comte de Cobineau and Orientalism. Selected eastern writings. Transl. Daniel O’ Donoghue, Routledge, NewYork/London 2009, 3.
[23] Stefan Arvridsson, Aryan Idols, ό.π., 1.
[24] Michael J. Franklin, Orientalist Jones, ό.π., 36.
[25] Stefan Arvridsson Aryan Idols, ό.π., 24-5.
[26] Γιόχαν Γκόντφρηντ Χέρντερ, Πραγματεία περί της καταγωγής της γλώσσας. Μτφρ. Γιάννης Καραπαπάς, Τροπή, Αθήνα 2007, 71.
[27] Andrew Robinson, The Last Man who Knew Everything. Oneworld, Oxford/ New York 2006, 3, 10, 186.
[28] Stefan Arvridsson Aryan Idols, ό.π., 20-6.
[29] Stefan Arvridsson, Aryan Idols, ό.π., 19.
[30] Γρηγόρης Ζιάκας, Θρησκεία και Πολιτισμός των Προϊστορικών Κοινωνιών και των Αρχαίων Λαών, Τεύχος Α’, Θεσσαλονίκη 2002, 102.
[31] Colin P Masica, Indo-Aryan languages. Cambridge University Press, Cambridge-New York–Port Chester–Melbourne–Sydney 1991, 1.
[32] Michael J. Franklin, Orientalist Jones, ό.π., 38.
[33] Lars Martin Fosse, “Aryan Past and Post-Colonial Present: The Polemics and Politics of Indigenous Aryanism”, Edward Bryant – Laurie Patton (eds.) The Indo-Aryan Controversy: Evidence and Inference in Indian History, Routledge, New York 2005, 434.
[34] Karel Werner, A Popular Dictionary of Hinduism. Curzon Press, Surrey 2005, 53.
[35] Lokesh Chandra, “The Sublime and the Infinite”, στο Saryu Doshi (ed.), India and Greece. Connections and Parallels. Marg Publications, Bombay 1985, 13.