ΜΕΛΕΤΕΣ

Είναι ή δεν είναι ανήθικη η θανάτωση ζώων?

 του Δημήτρη Χανιώτη

kalos-poiminΥπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά σχετικά με το τι πρέπει αλλά και τι δεν πρέπει να τρώει κανείς. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα δεν έχει και τόσο σημασία το τι τρώει κάποιος υπό την προϋπόθεση όμως να ζει μια αγνή ζωή. Σαν παραδείγματα υπέρ αυτής της άποψης αναφέρονται συχνά οι ζωές του Ιησού και του Βούδα.  Όμως και εντός του Βουδισμού, παρατηρούμε συχνά μία διαφοροποίηση απόψεων για το αν η χορτοφαγία απαιτείται ή όχι. Οι Βουδιστές της Ινδίας, του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές είναι κυρίως χορτοφάγοι ενώ οι Βουδιστικοί μοναστικοί κανόνες προσδιορίζουν ποιες τροφές είναι απαγορευμένες για τους μοναχούς. Όταν οι τελευταίοι ακολουθούν πιστά χορτοφαγική διατροφή, υπακούνε στην ‘Νταρμική’ αντίληψη της अहिंसाahimsa (νόμος της μη-βίας). Η χορτοφαγία είναι κοινή και σε άλλες ‘Νταρμικές’ θρησκείες όπως στον Ινδουισμό, τον Τζαϊνισμό και τον Σικχισμό και συχνά εμπλουτίζεται με παραλλαγές και διαφοροποιήσεις των περιορισμών που κατά κύριο λόγο ισχύουν. Στην Bhagavadgita [1], το κρέας εμπίπτει συνήθως στις δύο τελευταίες από τις τρεις κατηγορίες τροφών για τις οποίες γίνεται αναφορά (sattvic, rajasic, tamasicch. ΧVΙΙ, 7-10), ενώ την πιο αυστηρή μορφή της απολύτου χορτοφαγικής Τζαϊνιστικής διατροφής, ακολουθούν οι ασκητές. Από την άλλη πλευρά, η χορτοφαγία δεν αποτελεί κοινή πρακτική της σημερινής δυτικής Χριστιανικής σκέψης και κουλτούρας. Εντός της Βίβλου, μπορεί κανείς να βρει αποσπάσματα που είτε συνηγορούν υπέρ είτε κατά της κατανάλωσης κρέατος. Στην αρχαία Ελλάδα, στο έργο του Πλουτάρχου Ἠθικὰ – Περί Σαρκοφαγίας, ΛΟΓΟΣ Α´, ΛΟΓΟΣ Β´ ([2], [3], [4]), υποστηρίζεται σθεναρά η ιδέα της αποχής από την κατανάλωση κρέατος ενώ η κρεατοφαγία περιγράφεται ως πράξη αποτρόπαια και μακράν της ανθρώπινης φύσεως. Πριν ακόμα από τον Πλούταρχο, ήταν ο Πυθαγόρας, ο οποίος – πέραν της γνωστής σε όλους συμβολής του στα μαθηματικά, τη μουσική, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες – εθεωρείτο ως αυθεντία αναφορικά με τη μοίρα της ψυχής μετά θάνατον. Αυτός λοιπόν πίστευε ότι η ψυχή ήταν αθάνατη και ταξίδευε μέσα από μια σειρά μετεμψυχώσεων. Η θανάτωση όμως και βρώση των ζώων, είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της ψυχής και κατά συνέπεια έπρεπε αυστηρά να αποφεύγεται. Επ’ αυτού, ο μαθηματικός της αρχαιότητας Εύδοξος, περιγράφει τον Πυθαγόρα ως άνθρωπο που όχι μόνο δεν έτρωγε κρέας, αλλά αρνιόταν ακόμα και την συναναστροφή με τους κρεοπώλες και κυνηγούς της εποχής (Porphyry, VP 7 – [5][6]). Και είναι ο ίδιος ο Πλάτων που πιστοποιεί ότι ο Πυθαγόρας, ήταν ξακουστός πάνω απ’ όλα, γιατί άφησε πίσω του ως μοναδική κληρονομιά, έναν νέο τρόπο ζωής (Πολιτεία 600β – [7]). Παρ’ όλα τα ανωτέρω, η κατανάλωση κρέατος ήταν συνήθης κατά τους αρχαίους χρόνους. Μια ποιητική απόδοση της προπαρασκευής και επίδοσης προς βρώση κρέατος, περιγράφεται στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία I 206-217 – [8][9]). Ερχόμενοι στη σημερινή εποχή, στα μοναστήρια της χερσονήσου του Άθω, οι ορθόδοξοι μοναχοί είτε απέχουν από το κρέας μόνο, είτε και από το ψάρι και από το κρέας. Οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ακολουθούν ειδική νηστεία, δηλαδή περιορισμούς στην κατανάλωση ορισμένων ειδών τροφής σε συγκεκριμένες περιόδους κατά τη διάρκεια του έτους. Μεταξύ άλλων, στη νηστεία περιλαμβάνεται και η αποχή από το κρέας.

Είναι φανερό, ότι το όλο θέμα της βρώσης κρέατος (το οποίο συνεπάγεται την πρότερη θανάτωση ζώων), μπορεί να εξετασθεί είτε από θρησκευτική είτε από φιλοσοφική σκοπιά. Η θρησκευτική εξέταση είναι καθαρά θέμα ατομικής πίστεως και ερμηνείας και ως εκ τούτου δεν θα εξετασθεί περεταίρω. Η φιλοσοφική μόνο πλευρά του θέματος θα διερευνηθεί μέσα από την εξέταση των διαφόρων επιχειρημάτων (ή τουλάχιστον των πιο ισχυρών εξ’ αυτών) που συχνότερα απαντώνται και σχετίζονται με το θέμα. Πιο συγκεκριμένα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε μέσα από τον προβληματισμό επί της ηθικής διάστασης του θέματος της θανάτωσης των ζώων. Είναι ηθικό, ή μήπως  ανήθικο το να θανατώνουμε τα ζώα; – αυτό θα είναι το κεντρικό μας ερώτημα. Μέσα από την προσπάθεια μας να απαντήσουμε, θα επιχειρηματολογήσουμε κατά των διαφόρων απόψεων αλλά και της ιδεολογίας που έχει αναπτυχθεί υπέρ της θανάτωσης των ζώων προς εξασφάλιση τροφής για τον άνθρωπο. Απόψεις και επιχειρήματα αυτού του είδους, όχι μόνο έχουν εμφανιστεί στο παρελθόν αλλά συνεχίζουν να ξεπροβάλλουν σε σχετικές συζητήσεις. Ο σκοπός τους ένας και μόνο – η υπεράσπιση αλλά και η προαγωγή εκ μέρους των ανθρώπων, των πρακτικών αυτών κατά των ζώων.

Η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί θα περιλαμβάνει δύο στάδια. Στο πρώτο θα παρουσιάζονται αλλά και θα δίνεται μια συνοπτική ανάλυση των επιχειρημάτων υπέρ της θανάτωσης ζώων. Στο δεύτερο θα αναπτύσσονται τα ενάντια επιχειρήματα.

Έτσι ξεκινάμε από το πρώτο επιχείρημα, που θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί με τη φράση “τα ζώα δεν έχουν δικαιώματα” ή “η συζήτηση για τα δικαιώματα των ζώων στερείται νοήματος”. Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, οι υποστηρικτές του εξετάζουν την ύπαρξη των ζώων και το πιθανό τους μέλλον μέσα από μία περιορισμένη νομική θεώρηση.

Διατείνονται ότι η έννοια του “δικαιώματος” έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο της πραγμάτωσης ενός συμβολαίου που θεσμοθετείται εντός μιας κοινωνίας νοημόνων ή και έξυπνων όντων. Τα ζώα δεν είναι νοήμονα όντα. Μόνο οι άνθρωποι είναι και συνεπώς μόνο οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να συμφωνούν σε δεσμευτικά συμβόλαια με τα οποία προσδιορίζουν συγκεκριμένα δικαιώματα που διέπουν τόσο τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και τις σχέσεις τους με άλλες οντότητες που έχουν νομική υπόσταση. Αφού τα ζώα δεν μπορούν να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους συμφωνίες που απορρέουν από συμβόλαια ανθρώπινης επινόησης και που περιγράφουν τις πιθανές σχέσεις τους με το ανθρώπινο είδος, είναι άνευ νοήματος να μιλάμε για δικαιώματα των ζώων!

Εξετάζοντας το πρώτο αυτό επιχείρημα, βλέπουμε ξεκάθαρα το στόχο του. Τα ζώα δεν έχουν εγγενή δικαιώματα καθόσον είναι άνευ νοήματος να μιλάμε για αυτά. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι το “δικαίωμα” είναι ένας καθαρά νομικός όρος δηλαδή ένα αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο. Τόσο απλά! Βέβαια, τότε κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί: Γιατί άραγε να χρειαζόμαστε το σύγχρονο ανθρώπινο περιβάλλον κοινωνικής συμβίωσης με τα αντίστοιχα συμβόλαια που καθορίζουν και διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις προκειμένου να αναγνωρίσουμε στα ζώα το δικαίωμα ύπαρξης; Μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, υπήρχαν συμβόλαια; Στην μακρινή αυτή περίοδο της ανθρωπότητας, ο κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα να ζει ή όχι; Μπορώ να κατανοήσω ή και λογικά να υποθέσω ότι από τότε είχε παγιωθεί η αίσθηση ότι κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου – ή τουλάχιστον δεν θα μπορούσε να την αφαιρέσει αν δεν συνέτρεχε κάποιος πολύ σοβαρός λόγος όπως η ίδια η επιβίωση του πρώτου. Και αυτό πιθανότατα συνέβαινε από τις απαρχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί όμως να ήταν έτσι; Μα, αν για κάποιον είχε εδραιωθεί η πεποίθηση ότι έπρεπε να επιβιώσει, τότε η ίδια αντίληψη επικρατούσε και στη σκέψη του γείτονα. Έτσι κανείς δεν είχε την πρόθεση ή το “δικαίωμα” να επιτεθεί στο γείτονά του, αν ομοίως δεν επιθυμούσε να καταστεί ο ίδιος στόχος στη συνείδηση του δεύτερου. Η επιβίωση ήταν πρωταρχικής σημασίας για όλους τους ζώντες. Επιπρόσθετα, και εδώ έγκειται η μέγιστη σημαντικότητα του γεγονότος, η πρωταρχική αυτή συναίσθηση, είχε εξαπλωθεί χωρίς την ανάγκη ύπαρξης κάποιου συμβολαίου ή συμφωνίας μεταξύ των ανθρωπίνων κοινωνιών. Αφού λοιπόν, χωρίς δυσκολία μπορούμε ή μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε στους εαυτούς μας το δικαίωμα της επιβίωσης χωρίς την οποιαδήποτε προϋπόθεση ύπαρξης νομικού πλαισίου, τι μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε το ίδιο δικαίωμα στα ζώα; Σίγουρα η ύπαρξη ή μη νόμου δεν αποτελεί εμπόδιο ή δικαιολογία. Μπορούμε κάλλιστα να δεχθούμε ότι τα ζώα έχουν ίσα δικαιώματα για μια ελεύθερη ζωή χωρίς να αυτοπεριοριζόμαστε τεχνικά αλλά και να υπεκφεύγουμε καλυπτόμενοι πίσω από καθαρά νομικούς όρους. Αν δεν είχαμε αυτή τη δυνατότητα, ακόμα και οι απλούστερες συμπεριφορές ή πράξεις μας θα έπρεπε να εμφανίζονται ενδεδυμένες με ένα μανδύα νομικής κάλυψης έτσι ώστε να μπορούν και νομικά πλέον να ερμηνευθούν και να αιτιολογηθούν. Υποθέστε για παράδειγμα ότι κάποιος πίνει τσάι με γάλα χαμηλών λιπαρών και ένα κύβο ζάχαρης σε γυάλινο ποτήρι αντί μιας παραδοσιακής αγγλικής κούπας. Υπάρχει κάποιος νόμος ή συμβόλαιο ή θα έπρεπε να υπάρχει, με σκοπό να μπορεί να καλύψει μια τέτοια “αντιδεοντολογική” ή “παράλογη” επιλογή;   

Το δεύτερο επιχείρημα που ενίοτε απαντάται, διαπραγματεύεται την ηθική της θανάτωσης των ζώων και την απόρριψη της αντίληψης ότι και τα ζώα υποφέρουν. Θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί με τη φράση “Αν ενοχλεί ότι τα ζώα υποφέρουν, τότε μπορούμε να εξαφανίσουμε το αίσθημα του πόνου πριν προβούμε στη θανάτωση”. Επίσης, “η θανάτωση ενός ζώου δεν είναι ανήθικη αφού συμβαίνει συνεχώς στη φύση”. Οι υποστηριχτές των ανωτέρω θέσεων, τις αναπτύσσουν με ένα τρόπο που αποσκοπεί στο να αποσπάσει την προσοχή από το πραγματικό πρόβλημα. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι αν και εφόσον είμαστε σε θέση να εκμηδενίσουμε την ενσυνείδητη αίσθηση πόνου στα ζώα, τότε η θανάτωσή τους σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ηθικώς λανθασμένη ενέργεια. Σήμερα, αυτό εύκολα επιτυγχάνεται με αναισθησία πριν τη σφαγή. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, δίνονται παραδείγματα από τη φύση όπου ζώα σκοτώνουν άλλα ζώα για να τραφούν. Προφανώς και τότε, τα ζώα που τρώγονται ή θανατώνονται από άλλα ζώα, πονάνε και υποφέρουν. Έτσι λοιπόν προβάλλεται ως επιχείρημα το ότι αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε για τον πόνο που νιώθουν τα ζώα και επιθυμούμε να τον περιορίσουμε, ηθικά είμαστε υποχρεωμένοι να εμποδίσουμε τους θηρευτές του ζωικού βασιλείου από το να κυνηγούν θηράματα για τροφή. Αλλά αυτό θα προκαλούσε στους θηρευτές πλέον, ανείπωτο πόνο. Θα ήταν τελείως παράλογο απλά και να το επιδιώξουμε, ένα λιοντάρι να υποχρεωθεί στο να απέχει από το να κυνηγά ζέβρες ή αντιλόπες. Το να υποβάλλεις ένα λιοντάρι σε χορτοφαγική διατροφή είναι τελείως αφύσικο. Έτσι ως συμπέρασμα, αφού δεν θεωρούμε εγγενές λάθος το γεγονός ότι ένα λιοντάρι σκοτώνει άλλα ζώα για να τραφεί, γιατί να θεωρούμε μη ηθικό για τον άνθρωπο να σκοτώνει άλλα ζώα προκειμένου να τραφεί αυτός ή η οικογένειά του;

Έτσι με το επιχείρημα αυτό, ούτε πόνος ούτε μη ηθική συμπεριφορά μπορεί να τεκμηριωθεί! Και τα δύο μπορούν εύκολα να αποφευχθούν όταν εμφανίζονται ως “ενοχλητικές” διαπιστώσεις. Όμως, βλέπουμε αμέσως, ότι το δεύτερο επιχείρημα ξεκινά με την αποδοχή ότι τα ζώα υποφέρουν. Κατόπιν βέβαια, υφίσταται μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα προσφέροντας μια πιθανή “θεραπεία” – αναισθησία οποιουδήποτε είδους – πριν τη θανάτωση. Παρ’ όλα αυτά, ο θάνατος αυτός καθ’ εαυτός επέρχεται για το ζώο. Και η θανάτωση δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που αυτή πραγματοποιείται. Έχει να κάνει και με το μονοσήμαντο γεγονός, ότι πραγματοποιείται! Σίγουρα είναι προτιμότερο να αναισθητοποιείται ένα ζώο πριν θανατωθεί από το να το θανατώνεται όταν η αίσθηση του πόνου παραμένει κυρίαρχη στη συνείδησή του. Όμως η σφαγή τελικά ως πράξη, συντελείται. Είναι ηθικό λοιπόν να θανατώνουμε ένα ζώο ακόμα και αν τελεί υπό απώλεια συνείδησης; Αυτό είναι πρωτεύον ζήτημα. Φανταστείτε για παράδειγμα το σκύλο σας. Δεν πιστεύει κανείς ότι θα ήταν καλό να σκοτώσετε το σκύλο σας! Αν πριν όμως, του κάνετε ένεση αναισθησίας και μετά τον σκοτώνατε, θα ήταν αυτό μια δικαιολογημένη πράξη εκ μέρους σας; Σίγουρα όχι! Τότε όμως, ένας υποστηριχτής της ηθικής των θανάτων, θα μπορούσε ισχυρισθεί ότι σκοτώνουμε τα ζώα ώστε να τα φάμε. Δεν αναμένεται κανείς ότι επιθυμεί να φάει το σκύλο του! Έτσι λοιπόν, μια νέα παράμετρος εμφανίζεται, αυτή του σκοπού για τον οποίο επέρχεται ο θάνατος. Θα σκοτώσουμε ένα ζώο για ποιο σκοπό; Για διασκέδαση; Για ευχαρίστηση; Επειδή αυτό επιβάλλουν οι ανάγκες μας; Αν είναι οι (διατροφικές) ανάγκες μας που διαδραματίζουν τον κυρίαρχο πλέον ρόλο, οι δικές μας ή της οικογενείας μας επί παραδείγματι, έχω το αίσθημα ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς την κατανάλωση κρέατος. Η αναζήτηση ζωτικών βιταμινών, πρωτεϊνών και αμινοξέων, μπορεί άριστα να καλυφθεί και από άλλα βιολογικά προϊόντα όπως αυγά ή τυρί ή σόγια που είναι εξόχως πλούσια σε πρωτεΐνες. Οι οργανωμένες κοινωνίες μας, μπορούν εύκολα να παράγουν επαρκείς ποσότητες αυτών των προϊόντων. Επιπρόσθετα, θα ήθελα να αναλογιστείτε δύο διαφορετικές καταστάσεις. Στην πρώτη ένα νεογέννητο ζώο, ένα νεαρό γουρούνι ή μοσχάρι ή κοτόπουλο, μεγαλώνει και ζει διαρκώς φυλακισμένο έως ότου έρθει η ώρα της σφαγής. Όλη του τη ζωή παραμένει σε ένα άκρως περιορισμένο χώρο με σκοπό τη διαρκή προσθήκη βάρους. Στη δεύτερη περίπτωση, ένα ζώο ελεύθερο διαβιεί στο δάσος ή τη ζούγκλα ώσπου ένας θηρευτής – άνθρωπος ή ζώο – το θανατώνει. Στην πρώτη περίπτωση, το ζώο έζησε σε μια φυλακή ανθρώπινης έμπνευσης ενώ στη δεύτερη ελεύθερο στη φύση. Και τα δύο όμως πέθαναν. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι είχατε μία μόνο από τις εξής δύο επιλογές. Είτε να πάρετε τη θέση του ζώου που τελικά θα σφαγιασθεί είτε εκείνου που θα ζήσει ελεύθερο έως ότου τελικά πεθάνει από τα νύχια της τίγρης ή του λιονταριού ή το τουφέκι ενός ανθρώπου. Τι θα διαλέγατε; Νομίζω ότι η ελεύθερη ζωή και οι συνεπαγόμενες πιθανότητες επιβίωσης θα ήταν η πιο ελκυστική επιλογή. Μιλώντας για πιθανότητες επιβίωσης, ένα επιπλέον σημείο είναι άξιο λόγου. Όλα τα ελεύθερα ζώα έχουν καλές πιθανότητες να επιβιώσουν απέναντι σε δίποδους ή τετράποδους θηρευτές. Αλλά τα ζώα που μεγαλώνουν με αποκλειστικό σκοπό να σφαγιασθούν, δεν έχουν παρά μόνο μηδενικές πιθανότητες επιβίωσης. Η διαβίωση σε φυλακή και ο επακόλουθος θάνατος που τους επιφυλάσσεται, είναι η 100% βέβαιη μοίρα τους. Είναι λοιπόν αδόκιμο να προβάλλουμε το θάνατο που επέρχεται από ένα λιοντάρι και να τον συγκρίνουμε με αυτόν που επιβάλλεται από το ανθρώπινο χέρι όταν συζητούμε για ζώα που μεγαλώνουν με σκοπό τη σφαγή τους. Καμία σύγκριση δεν είναι δυνατή ακόμα και αν επικαλούμαστε μεθόδους αναισθησίας ως μία εναλλακτική λύση μπροστά σε ηθικό αδιέξοδο…

Επανερχόμενοι όμως στο παρόν επιχείρημα, είναι εξίσου σημαντική η ακόλουθη παρατήρηση: Υπάρχει εναλλακτική επιλογή για τα λιοντάρια; Είναι υποχρεωμένα ή όχι να κυνηγούν για να επιβιώσουν; Ίσως  για τον άνθρωπο, όταν προσέφευγε στο κυνήγι, να υπήρχαν λίγες ή μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης χωρίς αυτό. Αλλά ακόμα και αιώνες ή χιλιάδες χρόνια μετά, μπορούμε να δεχθούμε ότι το κυνήγι ήταν ένα από τα τελευταία μέσα αν η ανατροφή των παιδιών και η επιβίωση της οικογενείας ήταν το ζητούμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σήμερα το κυνήγι μπορεί να βαπτίζεται ως ηθική ή “μη ανήθικη” πράξη. Θα μπορούσε κανείς να αποδεχθεί ότι στο μακρινό μας παρελθόν ήταν μια “επιβαλλόμενη” πράξη ή έστω “φυσική ανάγκη” όταν βρισκόταν σε κίνδυνο, η ίδια η επιβίωση του ανθρωπίνου είδους. Σε αυτήν την περίπτωση, ο άνθρωπος όπως και το λιοντάρι, ήταν υποχρεωμένοι να παίξουν το ρόλο του θηρευτή ώστε τελικά να επιβιώσουν. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των κυνηγών όμως σήμερα, το κυνήγι δεν αποτελεί κρίκο στην αλυσίδα της επιβίωσης. Είναι αποκλειστικά σπορ, διασκέδαση ή ακόμα και εκδήλωση υποτιθέμενης ανδροπρεπούς συμπεριφοράς. Νομίζετε λοιπόν ότι θα είχε ηθικό αντίκρισμα η καταφυγή σε αυτό;

Πολύ συχνά, ένας άλλος τύπος επιχειρήματος παρουσιάζεται. Αυτός κωδικοποιείται με την ονομασία, “το δίλημμα”. Αποσκοπεί στο να μας φέρει στο μέσο ενός λογικού αδιεξόδου. Πολύ απλά, διατείνεται ότι αν δεν βλέπουμε κάποιο λάθος στο γεγονός ότι ένα λιοντάρι κυνηγά και σκοτώνει μια ζέβρα για φαγητό, τότε δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με το γεγονός ότι επίσης οι άνθρωποι σκοτώνουν για πρόσληψη τροφής.

Το παρόν “δίλημμα” έχει επί της ουσίας απαντηθεί με το δεύτερο αντεπιχείρημα. Στην πραγματικότητα δεν αποτελεί ένα ουσιαστικό δίλημμα ή λογικό αδιέξοδο αφού ένα λιοντάρι, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κυνηγά, είναι αυτή η ίδια του η φύση. Ο άνθρωπος έχει πολλές άλλες επιλογές από τις οποίες μπορεί να επιλέξει. Πρωτίστως όμως, ως άνθρωπος, μπορεί να αναλογισθεί και να αποφασίσει τι είναι σωστό ώστε να το πράξει και τι λάθος ώστε να το αποφύγει.

Το επόμενο επιχείρημα, τέταρτο στη σειρά, προσπαθεί να αναδείξει την υπεροχή του ανθρωπίνου είδους ως ένα μέσο αιτιολόγησης της θέσης ότι τα ζώα δεν δύνανται να απολαμβάνουν δικαιωμάτων ή τύχης στη ζωή. Στο επιχείρημα αυτό, συχνά χρησιμοποιείται μια σκηνή που αναγκάζει τον ακροατή ή τον αναγνώστη να αναλογιστεί για τον εαυτό του μια ανάλογη κατάσταση και έτσι να φτάσει σε ένα μάλλον βιαστικό συμπέρασμα. Η εν λόγω σκηνή θα μπορούσε να επιγραφτεί ως εξής: Εσείς, το παιδί σας και ένας μεγαλόσωμος σκύλος, βρίσκεστε εντός μιας μικρής βάρκας. Μετά από λίγο, αντιλαμβάνεστε ότι η βάρκα βυθίζεται. Συμπεραίνετε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι στη βάρκα, για να μην βυθιστεί, πρέπει να παραμείνουν μόνο δύο επιβάτες. Ποιόν θα ρίχνατε στα παγωμένα νερά, μία πράξη που θα σήμαινε τον σχεδόν άμεσο θάνατό του. Ο αναπόφευκτος χαμός του ενός θα σημάνει τη σωτηρία των άλλων δύο. Τότε πιθανότατα ο σκύλος θα πληρώσει το τίμημα. Κανείς δεν θα κατηγορούσε τον πατέρα ότι δεν έπραξε ηθικά με το να επιλέξει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο πατέρας θα έπραττε με βάση τα πατρικά του ένστικτα και αισθήματα και με γνώμονα την προστασία του παιδιού του. Θα ήταν τελείως ανήθικο αν είχε κρατήσει το σκύλο και είχε πετάξει το παιδί του στη θάλασσα.

Σίγουρα σε αυτή την περίπτωση, όλοι θα συμφωνήσουν ότι αν τελικά φτάσουμε στο να πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ του παιδιού και του σκύλου, ο τελευταίος θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Όμως θεωρώ ότι όπως ούτε εγώ, ούτε και κανείς άλλος θα ήταν ευτυχής με την επιλογή αυτή, αλλά και με την κακοτυχία του σκύλου. Αντίθετα εγώ θα ένιωθα πολύ άσχημα αφού δεν κατάφερα να τον αφήσω μέσα στη βάρκα. Θα συμφωνήσετε όμως ότι αναγκάστηκα να δράσω με τον τρόπο αυτό ώστε να προστατεύσω τη ζωή του παιδιού μου. Πρέπει να τονισθεί αυτό, ότι ήμουν υποχρεωμένος να λάβω μια οδυνηρή απόφαση, ήμουν στο μέσο ενός πραγματικού διλήμματος για το οποίο όμως η ζωή του παιδιού μου ήταν ασύγκριτης βαρύτητας. Έτσι ακόμα και αν η αρχική μου πρόθεση ήταν να κρατήσω και τους δύο εντός ώστε να διασωθούν αμφότεροι, θα έπρεπε τελικά να επιλέξω μεταξύ των δύο. Αν βέβαια η βάρκα δεν βυθιζόταν και μολαταύτα πετούσα το σκύλο στη θάλασσα επειδή πίστευα ότι θα ήταν καλή ιδέα να τον φωτογραφίσω να πνίγεται και επιπρόσθετα θεωρούσα αυτό δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως μη ηθική πράξη, μάλλον θα χρειαζόμουν άμεση ιατρική βοήθεια από επαγγελματία ψυχοθεραπευτή. Ως συμπέρασμα του αντεπιχειρήματος, μπορούμε να πούμε ότι η χρήση παρομοίων σεναρίων σαν μία προσπάθεια παρουσίασης των ζώων ως κατώτερων όντων σε σχέση με τους ανθρώπους, σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη θλιβερή στάση μας απέναντί τους. Σύμφωνα με τη στάση αυτή, ο θάνατος ή η επιβίωσή τους παραμένει αποκλειστική επιλογή μας. Επαρκεί ίσως στο να αναδείξει ότι όταν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ της επιβίωσης ενός ζώου και αυτής ενός ανθρώπου, τότε η ανθρώπινη επιβίωση είναι η αναμενόμενη επιλογή. Επιπρόσθετα, πρέπει να αναφερθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις καλούμαστε, να επιλέξουμε μεταξύ ανθρώπων μόνον όσον αφορά το ποιοι θα επιβιώσουν. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι κάποιοι άνθρωποι υπερτερούν έναντι άλλων και ως εκ τούτου μόνο αυτοί αξίζουν να σωθούν; Αν όχι, αν δηλαδή το κριτήριο της υπεροχής δεν γίνεται αποδεκτό, η υπεροχή μας έναντι των ζώων μπορεί να αποτελέσει την επαρκή δικαιολογία ώστε να επιλέγουμε πότε και αν κάποιο ζώο θα θανατωθεί ή θα συνεχίσει να ζει;

Το πέμπτο επιχείρημα, προσπαθεί να εδραιώσει μία “αδυναμία επιλογής”. Αν μια τέτοια αδυναμία όντως υφίσταται, τότε η όλη συζήτηση καθίσταται άκυρη, άνευ νοήματος. Αυτό είναι το επιχείρημα. Η εν λόγω αδυναμία αναφέρεται στη δυσκολία να προσδιορισθούν επακριβώς τα ζώα στα οποία αναφερόμαστε όταν αποκρούομε την προοπτική θανάτωσής τους. Όπως συνήθως τίθεται, τρώμε ζωντανούς οργανισμούς χωρίς να αισθανόμαστε ενοχές ή χωρίς να αναλογιζόμαστε ότι αυτό αποτελεί μη ηθική πράξη. Πιο συγκεκριμένα, οι οπαδοί της θανάτωσης ζώων για τροφή, θα ρωτούσαν πού χαράζουμε τη γραμμή μεταξύ αυτών που τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να ζουν και αυτών που δεν τους παρέχουμε αντίστοιχο δικαίωμα. Ζώα με συνείδηση έχουν δικαιώματα αλλά έντομα και μικροοργανισμοί όχι. Αν είναι έτσι γιατί συμβαίνει αυτό; Τα έντομα και οι μικροοργανισμοί δεν είναι ζωντανοί οργανισμοί; Το ίδιο δεν ισχύει με τα φυτά;

Αρχικά ίσως φαίνεται ένα δύσκολο ερώτημα. Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έντομα και μικροοργανισμοί ή παθογόνα μικρόβια, ναι μεν ζωντανά, πρέπει όμως να αποφεύγονται ώστε να μην προκαλούν ασθένειες. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με τα ζώα, τουλάχιστον αυτά τα οποία καταναλώνουμε κατά κόρον ως τροφή. Βέβαια και πάλι, θα ήταν προτιμότερο να απωθήσω ένα κουνούπι στην προσπάθειά του να με τσιμπήσει παρά να το σκοτώσω προκαταβολικά. Γενικά όμως είναι παραδεκτό ότι η χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των οργανισμών που θα παραμείνουν ζωντανοί και αυτών που θα αφεθούν ή θα επιλεγούν να πεθάνουν, φαντάζει ως ένα δύσκολο εγχείρημα.  Όπως το θέτουν μάλλον απλοϊκά. Αν θεωρούμε τα λαχανικά ή τα χόρτα και τα φυτά ζωντανά, τότε γιατί τα τρώμε; Πράγματι τα φυτά με την ευρύτερη έννοια, είναι ζωντανοί οργανισμοί αφού μπορούν να αναπαράγονται και να περνούν τα γονίδιά τους στις επόμενες γενιές στις οποίες κληρονομείται έτσι, η δυνατότητα της εξέλιξης. Στερούνται ορισμένων χαρακτηριστικών που διακρίνουν τα ζώα, όπως η κίνηση ή η θέληση αλλά αυτό δεν τα καθιστά νεκρή φύση.  Από την άλλη, εμείς ως άνθρωποι, πρέπει να φάμε κάτι ώστε να παραμείνουμε ζωντανοί. Σίγουρα βέβαια, τρώγοντας ένα μήλο δεν εξολοθρεύουμε όλη τη μηλιά! Αλλά η ηθική ή μη διάσταση της θανάτωσης ενός ζώου, το κεντρικό μας αρχικό ερώτημα, οφείλει να αντιμετωπίζει τα ζώα όπως στην πραγματικότητα είναι δηλαδή καλά αναπτυγμένες σύνθετες βιολογικές ενότητες, με συνείδηση, ικανότητα επικοινωνίας και έκφρασης συναισθημάτων, με το εγγενές δικαίωμα στη ζωή και στην εξέλιξη, με δυνατότητα και θέληση για αναπαραγωγή αλλά και επιθυμία για επιβίωση. Κανένα ζώο δεν εύχεται να πεθάνει, κανένα ζώο δεν καλωσορίζει τον θηρευτή του, κανένα ζώο δεν μένει ασυγκίνητο ή άφοβο όταν αντιλαμβάνεται την πρόθεση του ανθρώπου να το θανατώσει. Το αντικείμενο της συζήτησής μας είναι ακριβώς αυτά τα ζώα. Δεν αναφερόμαστε σε μικροοργανισμούς ή ιούς ή ακόμα και στη χλωρίδα που μπορεί παρά μόνο να επιδείξει ένα απείρως υποδεέστερο επίπεδο συνειδητότητας σε σχέση με αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να χαρακτηρισθεί είτε ως παραπλανητικό είτε ως εκτός θέματος.  

Ερχόμαστε τώρα στο έκτο επιχείρημα που προβάλλεται – το ζήτημα της “απουσίας ηθικών κανόνων”. Επί της ουσίας δηλώνεται, ότι αν δεν υφίστανται συνολικοί κανόνες δεν μπορούμε να εστιάζουμε στη θανάτωση των ζώων αφού μια τέτοια πράξη δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σωστή ή λάθος.  Αν δεν μπορεί να αποφασισθεί το σωστό ή το λάθος για τη θανάτωση, τότε οποιαδήποτε συζήτηση για τα δικαιώματά των ζώων επί του θέματος αυτού, δεν έχει νόημα. Πιο αναλυτικά, το επιχείρημα προσπαθεί να εμπλέξει και το θέμα των δικαιωμάτων και το θέμα της αίσθησης πόνου αλλά αργότερα προχωρά επικαλούμενο και τη λογική προκειμένου να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνήθως ξεκινά με την διαπίστωση ότι ως τώρα δεν υπάρχει ένα εδραιωμένο καθολικό σύστημα ηθικής. Συνεχίζει με την παρατήρηση, ότι εν τη απουσία ενός τέτοιου συστήματος, οι υποστηρικτές της χορτοφαγίας προσπαθούν να επιβάλλουν την παύση της θανάτωσης των ζώων επικαλούμενοι λόγους συμπόνοιας και μόνο. Το ερώτημα γιατί να συμπονούμε τα ζώα μένει επί της ουσίας αναπάντητο, αφού μπορεί μόνο να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι τα ζώα υποφέρουν και το να υποφέρουν είναι κακό. Στο επόμενο ερώτημα, γιατί να νοιαζόμαστε για το ότι τα ζώα νιώθουν πόνο και υποφέρουν, η μόνη πιθανή απάντηση είναι ότι και τα ζώα έχουν δικαιώματα.  Μια τέτοια απάντηση όμως, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της ηθικής της θανάτωσης, μας φέρνει πίσω στο θέμα των δικαιωμάτων τα οποία όμως, όπως δείχθηκε, δεν υφίστανται ελλείψει συνολικού συστήματος ηθικής. Άρα έχουμε ένα κυκλικό επιχείρημα το οποίο δεν είναι πειστικό. Μένουμε λοιπόν με το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι από λογικής άποψης ή λογικά επιχειρήματα που να συνηγορούν στο να μεταχειριζόμαστε τα ζώα με ίσο δικαίωμα στη ζωή.

Στο ανωτέρω επιχείρημα θα μπορούσαμε να απαντήσουμε ως ακολούθως:

Πρώτα απ’ όλα, δεχόμαστε ότι ο φόνος είναι μια μη ηθική πράξη. Κατέχουμε όμως ως άνθρωποι ένα κοινώς αποδεκτό συνολικό σύστημα ηθικής; Έχουμε δηλαδή έναν ηθικό κανόνα ξεχωριστά για κάθε πιθανή μας ενέργεια με τον οποίο θα αποφασίζουμε αν πράττουμε ορθά ή όχι; Δεν είναι αλήθεια ότι αναγκαζόμαστε πολλές φορές να συλλογιστούμε βαθιά, να αναλογιστούμε πιθανές συνέπειες αλλά και να βρούμε εαυτούς εν μέσω της δίνης σκληρών διλημμάτων; Μολαταύτα, τίποτα δεν μας εμποδίζει από το να αναγνωρίζουμε ανεπιφύλακτα ένα φόνο ως μία μη ηθική πράξη. Είναι λοιπόν μη αναγκαίο, όταν είναι προφανές το σωστό ή το λάθος μιας πράξης, να αναζητούμε ένα απόλυτο σύστημα ηθικής προκειμένου να αποφανθούμε για την πράξη αυτή. Έτσι λοιπόν στο ερώτημα  “γιατί να νοιαζόμαστε για τον πόνο των ζώων;” Μπορούμε να απαντήσουμε ξεκάθαρα ότι και τα ζώα έχουν δικαίωμα στη ζωή και μάλιστα όχι αναγκαστικά εντός νομικού πλαισίου ή ακόμα παρά την απουσία ενός απολύτου συστήματος ηθικής. Ας δούμε όμως αν μπορούμε να βρούμε κάποιους επιπλέον λόγους, πέραν των δύο που μόλις αναφέραμε.

Ο καθένας μπορεί να δεχθεί ότι ως άνθρωποι ξεχωρίζουμε από τα άλλα ζώα για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι είμαστε ευαίσθητοι στο να προσδίδουμε αξία στις πράξεις μας με ένα τρόπο που είναι τελείως απών από τα άλλα ζώα. Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει προκειμένου να επιβιώσει και υπό αυτήν την έννοια θα ακολουθήσει ένα φυσικό ένστικτο. Αλλά επίσης θα αναλογιστεί επί της πράξεώς του. Και θα νιώσει τύψεις αν είχε άλλες επιλογές ή αν η πράξη του ήταν μη αναγκαία ή αδικαιολόγητη. Πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω στην αρχή της συζήτησής μας, διαπραγματευόμαστε εδώ το θέμα της ηθικής. Πότε όμως μια πράξη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ηθική ή μη; Μία δύσκολη ερώτηση. Αν και διαφορετικά φιλοσοφικά λεξικά δίνουν και διαφορετικούς ορισμούς, θα μπορούσαμε ίσως κάπως απλοϊκά να δεχθούμε ότι μία ηθική πράξη προκαλεί το αίσθημα ότι είναι για το καλό των άλλων, ότι είναι μια πράξη που προξενεί τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά περισσότερο χαρά και ευχαρίστηση παρά πόνο και θλίψη. Έτσι μπορούμε να αναρωτηθούμε, ποιος αισθάνεται χαρά όταν ένα ζώο θανατώνεται; Ποιος δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι μια τέτοια πράξη προκαλεί πολύ περισσότερο πόνο παρά οτιδήποτε άλλο; Είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά το κυρίαρχο συναίσθημα είναι αναμφίβολα αρνητικό. Από την άλλη, αν θεωρήσουμε ότι η ηθική μάς παρέχει έναν κανόνα για το αν πρέπει να επιδιώκουμε ή να αποφεύγουμε μία ενέργεια, τότε κάτω από την αιγίδα της μπορούμε να αποφασίζουμε για το αν πρέπει να προβαίνουμε ή όχι σε αυτήν. Μία ηθική πράξη είναι λοιπόν αυτή που πρέπει να επιδιώκουμε ενώ μια μη ηθική είναι αυτή που πρέπει να αποφεύγουμε. Αν το να θανατώνουμε και κατόπιν το να τρώμε τα ζώα περιλαμβάνεται ως συμπεριφορά στη νοητή λίστα με τις ηθικές πράξεις, τότε χωρίς περιορισμό πρέπει να προβαίνουμε σε άκρατο σφαγιασμό οποιουδήποτε ζώου με σκοπό την μετέπειτα βρώση του. Το να κρατάμε το σκύλο μας ζωντανό όταν νιώθουμε πεινασμένοι, θα ήταν ως συνέπεια μια συνειδητά μη ηθική πράξη. Το να αφήνουμε ένα πτηνό ζωντανό θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως αμαρτία που θα μας καταδίκαζε στα κάτεργα της κολάσεως! Νομίζω ότι το όλο θέμα αγγίζει τα όρια του παραλογισμού και δεν θα το συνεχίσουμε περαιτέρω. Ναι, πράγματι τρώμε ζώα. Ναι, τα κρατούμε φυλακισμένα για όλη τους τη ζωή ώστε να μεγαλώσουν και κατόπιν να τα θανατώσουμε. Ναι, είμαστε συνηθισμένοι στην ιδέα ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς κρέας. Κατά τον ίδιο τρόπο, φόνοι, ληστείες και άλλες αποτρόπαιες πράξεις συμβαίνουν καθημερινά. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εκδηλώσεις ηθικής συμπεριφοράς επειδή απλά και μόνο συμβαίνουν. Η ηθική επιτάσσει ότι δεν θα έπρεπε να εμφανίζονται καθόλου ως εκδήλωση ανθρώπινης συμπεριφοράς!

Αν θελήσουμε να συνδέσουμε τις παραπάνω σκέψεις με το θέμα των δικαιωμάτων και να επεξεργαστούμε το ζήτημα προς διαφορετική κατεύθυνση, αλλά ακόμα κρατώντας το θέμα εκτός νομικού πλαισίου, θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι κανείς δεν επιθυμεί να τον μεταχειρίζονται με τρόπο που να υποφέρει ή να του προκαλείται πόνος ή να στερείται το δικαίωμα της ελευθερίας ή της ζωής. Αναγνωρίζουμε την ίδια μεταχείριση ως δικαιολογημένη για τα ζώα; Οι υποστηρικτές του θανάτου και της βρώσης των ζώων μας λένε όχι. Όμως έχουμε τη δύναμη, αφού είμαστε το ισχυρότερο είδος στον πλανήτη, να αναγνωρίσουμε (ή όχι) ότι και άλλα είδη έχουν αυτά τα δικαιώματα παρότι δεν είναι σε θέση να υπογράψουν συμβόλαιο μαζί μας. Αν εμείς που είμαστε το πιο ισχυρό είδος, αρνηθούμε ότι τα ζώα έχουν το δικαίωμα να μην υποφέρουν ή να πεθαίνουν από τα ανθρώπινα χέρια, τοποθετούμε τους εαυτούς μας σε μία θέση που πραγματικά δεν μας αξίζει: Αποφασίζουμε να προκαλούμε πόνο και θάνατο, αν και δεχόμαστε ότι κάτι τέτοιο δεν θα θέλαμε να το υπομείνουμε. Τα ζώα σκοτώνουν. Αυτό ξέρουν. Δεν υπολογίζουν τις πράξεις τους. Κανένα ζήτημα ηθικής εδώ. Απλά σκοτώνουν για την επιβίωσή τους. Ούτε για ευχαρίστηση ούτε για διασκέδαση. Αλλά κυρίως δεν σκοτώνουν αναλογιζόμενα είτε το πόσο ένα άλλο ζώο υποφέρει είτε επί της ηθικής της πράξεώς τους. Εμείς ως άνθρωποι, αν αποφασίσουμε να σκοτώσουμε ακόμα και αν η ηθική μας προτάσσει το αντίθετο, το κάνουμε συνειδητά επιλέγοντας να συμπεριφερθούμε όπως τα θηρία παρά το γεγονός ότι πνευματικώς υπερτερούμε σε σχέση με αυτά. Ακόμα χειρότερα, επιλέγουμε συχνά να βαπτίζουμε μία πράξη ως “μη ανήθικη” ενώ αν είναι τέτοια δεν μπορεί παρά να είναι ηθική. Αλλά μάλλον κανείς δεν θα επιμείνει ότι είναι ηθική δηλαδή επιθυμητή ή υποχρεωτική ως συμπεριφορά, η θανάτωση ενός ζώου. Ο εγωϊσμός μας μάς οδηγεί στο να προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες με σκοπό να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε την παλαιά μας συνήθεια της βρώσης ζώων χωρίς επιφυλάξεις και περιορισμούς. Είναι ο ίδιος εγωϊσμός που δεν μας επιτρέπει να δούμε ότι έτσι θέτουμε εαυτούς κάτω και από αυτά τα θηρία αφού συμπεριφερόμαστε σαν αυτά παρά το γεγονός ότι μπορούμε να αμφιβάλουμε για την ηθική βάση των πράξεών μας. Και με αυτόν τον τρόπο απαντάμε στο ερώτημα “γιατί να νοιαζόμαστε για τον πόνο των ζώων;” Πρέπει λοιπόν να νοιαζόμαστε, αν θεωρούμε τους εαυτούς μας ως αυτό που πράγματι είναι, το πνευματικώς ανώτερο είδος του πλανήτη. Πρέπει να νοιαζόμαστε αν ακριβώς δεν απαρνούμαστε τη ίδια μας τη φύση που είναι τόσο διαφορετική από αυτή των ζώων.

Πριν φτάσουμε στο τέλος της περιγραφής μας, θα ήθελα να επισημάνω ότι επιχειρήματα σαν τα έξι που είδαμε, παρουσιάζονται με διάφορες μορφές (δες για παράδειγμα Tan, Young, Cohen [10],[11],[12]) αλλά πάντα περιστρέφονται γύρω από τις ίδιες ιδέες: Tη μη ύπαρξη δικαιωμάτων για τα ζώα ή την προσπάθεια να δημιουργήσουν μη υπαρκτά διλήμματα ή δίνοντας έμφαση στην ανθρώπινη υπεροχή σε σχέση με τα άλλα πλάσματα του πλανήτη ή υπερτονίζοντας το γεγονός ότι κάτι ζωντανό πρέπει να καταναλώσουμε προκειμένου να παραμείνουμε ζωντανοί ή ακόμα ότι είναι νόμος της φύσης να σκοτώνουμε για την επιβίωση. Όλα προσπαθούν να εμφανίσουν ως μη ανήθικη πράξη τη θανάτωση των ζώων ενώ αναπτύξαμε αντεπιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Είναι σίγουρο ότι αυτός δεν είναι και ο μόνος δρόμος προκειμένου να αντιμετωπισθούν αυτά επαρκώς. Πιστεύω όμως, ίσως και με τη βοήθεια της ανωτέρω παρουσίασης, ότι εύκολα μπορεί να καθίσταται πλέον κατανοητό και αποδεκτό ότι τα ζώα πρέπει να θεωρούνται πώς έχουν, και μάλιστα χωρίς περιορισμούς, εγγενή δικαιώματα στη ζωή. Επιπρόσθετα, μπορούμε να το φωνάξουμε δυνατά ώστε να ακουστεί, τα ζώα υποφέρουν από τις πράξεις μας. Και ο ρόλος μας ως ανθρώπων θα πρέπει να είναι όχι η επαύξηση αλλά η μείωση του πόνου όλων των έμβιων όντων.

Αντιλαμβάνομαι ότι για κάποιους από τους αναγνώστες, θα είναι ίσως αδύνατο να πεισθούν από τα αντεπιχειρήματά μας που απέδειξαν όμως ότι η θανάτωση και η βρώση ζώων δεν μπορεί να βαπτίζεται ηθική πράξη. Για κάποιους είναι μερικές φορές εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβουν ότι οι συνήθειες μας δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με αυτό που ηθικά είναι και το σωστό να πράττεται. Έτσι παρά το ότι καμία ηθική αιτιολογία δεν μπορεί να συνυπάρχει με την αποδοχή της θανάτωσης των ζώων, τα ίδια ή και παρόμοια επιχειρήματα θα εμφανίζονται ξανά και ξανά έως ότου αποφασίσουμε ότι πρέπει να αλλάξουμε τελικά πορεία και να συμπεριφερθούμε πράγματι σαν το κυρίαρχο είδος του πλανήτη…

 

Βιβλιογραφία

[1]. Winthrop Sargeant, The Bhagavad Gita, 25th Anniversary Edition, Excelsior Editions, σ. 640-643.

[2]. Plutarch, Moralia, 14 τόμοι, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1949.

[3]. http://penelope.uchicago.edu/Thayer/H/Roman/Texts/Plutarch/Moralia/De_esu_carnium*/1.html

[4]. http://penelope.uchicago.edu/Thayer/H/Roman/Texts/Plutarch/Moralia/De_esu_carnium*/2.html

[5]. Porphyry, Life of Pythagoras in M Hadas and M Smith, Heroes and Gods (London, 1965), σ. 105–128.

[6]. https://plato.stanford.edu/entries/pythagoras/

[7]. Πλάτων, Πολιτεία, μετάφρ. Ιωάννης Γρυπάρης, Αθήνα: Δαίδαλος, 600β, σ. 723

[8]. Ομήρου, Ιλιάς, μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ἰ. Θ. Κακριδῆ (D. B. Monro and T. W. Allen.Oxford, 1920), ραψωδία I, 206-217, σ. 141-142

[9]. http://eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/ 2013/10/ΟΜΗΡΟΥ-ΙΛΙΑΔΑ.pdf

[10]. Tan, Wyle. 2016. “Is it immoral to kill animals?” Philosophy Pathways, Issue 204.

[11]. Young, Thomas. 1984. “The Morality of Killing Animals: Four Arguments,” Ethics and Animals, τόμος 5, έκδ. 4, άρθρο 4.

[12]. Cohen, Carl. 2010. “Do Animals Have Rights?,” Ethics & Behavior, 7:2, σ. 91-102.


chaniotisΟ Δημήτρης Χανιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Μετά το τέλος μιας μακράς και παραγωγικής πορείας ως αξιωματικός του ναυτικού, συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν εργάσθηκε στον ιδιωτικό τομέα. Έχει σπουδάσει φυσική, μαθηματικά και προγραμματισμό και ως μεταπτυχιακός φοιτητής έχει ζήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία. Από το 2016 είναι μέλος της ΕΛΙΝΕΠΑ και σπουδάζει την σανσκριτική γλώσσα ενώ ταυτόχρονα μελετά φιλοσοφία σε Αγγλικό πανεπιστήμιο.  Επιπρόσθετα, με το Κέντρο Ινδικών και Ελληνο-Ινδικων Σπουδών Αθηνών, έχει αναλάβει μία μελέτη που αφορά τη σύγκριση της Nyaya με την Αριστοτελική λογική και ως συνέπεια με τα κλασσικά ή μη κλασσικά δυτικά συστήματα λογικής που αναπτύχθηκαν από τις αρχές του 20ου αιώνα.