Κώστας Λόβουλος: Δίνοντας ζωή στα μάρμαρα της Θάσου
Δημήτριος Βασιλειάδης με αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Αυγουστίδη, «Τα Λιμενάρια του Κώστα Λόβουλου», University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1999.
Ο Γλύπτης και ζωγράφος Κώστας Λόβουλος γεννήθηκε στα Λιμενάρια της Θάσου το 1954. Σπούδασε στη Θάσο και στη Θεσσαλονίκη. Μετά το στρατιωτικό επιστρέφει στα Λιμενάρια όπου μένει για 12 ημέρες μόνο. Αμφιταλαντεύεται αν θα πρέπει να ακολουθήσει τη λογική που του έλεγε να εγκατασταθεί στο τόπο του να νοικοκυρευτεί ή να υπακούσει στο «δαιμόνιο» που τον καλούσε να γνωρίσει άλλους κόσμους και άλλους πολιτισμούς. Το δίλημμα δεν κράτησε πολύ. Το ανήσυχο πνεύμα του και η μεγάλη του αγάπη για τη θάλασσα τον οδηγούν στην απόφαση να φύγει και να μπαρκάρει για τη μεγάλη περιπέτεια.
Σαν μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία για επτά χρόνια «πιάνει» σε όλα τα λιμάνια του κόσμου. Γνωρίζει τη θάλασσα, θεριό ανήμερο αλλά και λάγνα μαριόλα, που με τα θέλγητρά της σαγηνεύει τους ναυτικούς. Μπάρκα, στραπάτσα και μπουνάτσες σημαδεύουν μια μοναδική πλευρά του έργου του. Τα θέματά του τα αντλεί κυρίως από τη ζωή στη θάλασσα. Έρχεται σε επαφή και δέχεται την επιρροή πολιτισμών κυρίως της Νοτιο-ανατολικής Ασίας, πράγμα που φαίνεται στα πρώτα κυρίως του έργα.
Ακολουθούν έργα της δεύτερης περιόδου (1993 και μετά), όπου η επιρροή των έργων της κλασσικής αρχαιότητας είναι φανερή στην καλλιτεχνική του παραγωγή. Η αναλογία, η κίνηση, το σφρίγος, η ηρεμία στις μορφές και η προσπάθεια για την απελευθέρωση του κορμιού από τη στατικότητα είναι τα νέα στοιχεία που αποτυπώνονται τώρα πια στα έργα του. «Η αρπαγή της Ευρώπης», «η ασπίδα του Έκτορα», «ο τοξότης Ηρακλής», «η Αφροδίτη», «Διόνυσος» κ.ά. είναι μερικές απ’ τις δημιουργίες της περιόδου αυτής.
Η αγωνία που διακατέχει το Λόβουλο είναι να μπορέσει να απελευθερώσει και να αποδώσει τις μορφές. Προτιμά ασυνήθιστα και σκληρά υλικά, όπως γρανιτόπετρες, μάρμαρα, θαλασσόπετρες, πλατάνια κ.ά. που οι φυσικές μορφές τους πολλές φορές του δίνουν και τα θέματα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Απ’ όλα περισσότερο προτιμά τη Θασίτικη ελιά και τον κέδρο, ιδιαίτερα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές. «Θασία σε κέδρο», «Εξαΰλωση κ.ά. είναι δημιουργίες πάνω σε καμένα ξύλα. Τα ταλαντούχα χέρια του Λόβουλου κατορθώνουν να ζωντανέψουν το καταστραμμένο από τη πυρκαγιά ξύλο και να το δώσουν ξανά καινούργια πνοή και οντότητα.
Ο Κ. Λόβουλος μόνος του έχει ανακαλύψει τους δρόμους της γλυπτικής και της ζωγραφικής, δεν σπούδασε σε σχολές, δεν άκουσε φθασμένους δασκάλους γλύπτες ή ζωγράφους, ίσως εκεί να οφείλεται ότι τα έργα του έχουν πνοή γνησιότητας χωρίς ίχνη ακαδημαϊσμού. Βρίσκεται ήδη στην περίοδο που συνεχώς ανακαλύπτει τις δικές του φόρμες, το δικό του μοναδικό τρόπο έκφρασης. Τα έργα του πλέον και χωρίς την υπογραφή του είναι αναγνωρίσιμα.
Η αγωνία του καλλιτέχνη είναι τα έργα του να μείνουν αθάνατα, αιώνια, γι’ αυτό και προτιμά την απέθαντη πέτρα απ’ το φθαρτό ξύλο, αν και αυτό για πολλούς λόγους κατέχει τη μεγαλύτερη θέση σε αριθμό γλυπτών. Έργα του υπάρχουν εκτός από τη Θάσο, στην Καβάλα, Γιαννιτσά, Δράμα, Θεσ/νίκη, Αθήνα, ακόμη και στο εξωτερικό όπως στην Αγγλία, Γερμανία και Βέλγιο.