Οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες
Της Στέλλας Νούτσου*
Οι έννοιες της ευτυχίας και της δυστυχίας, αλλά και ο τρόπος που ο άνθρωπος τις βιώνει, θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι δύο από τα θεμελιώδη στοιχεία των πολιτισμών της Γης. Διαχρονικά, διαπολιτισμικά και σε κάθε μήκος και πλάτος, η ευτυχία και η δυστυχία έχουν υπάρξει φλέγοντα ζητήματα που δείχνουν να μας απασχολούν, τόσο σε πρακτικό όσο και θεωρητικό επίπεδο. Η δε σύγχρονη εμμονή με την έννοια της ευτυχίας ως αποτέλεσμα του ευ-ζειν, της καλής εικόνας, της καλής μορφής και της διαρκούς απόλαυσης έχει προσθέσει αξία στη λέξη, αφαιρώντας όμως την όποια ουσία. Με πολυάριθμους οδηγούς ευτυχίας, με τεχνολογίες και ανέσεις που λίγα χρόνια πριν φάνταζαν αδιανόητα, η πλειοψηφία των κατοίκων των Δυτικών και δυτικοποιημένων περιοχών φαίνεται να αδυνατούν να βρουν έστω και λίγη ευτυχία, όπως απορρέει και από τις μελέτες αναφορικά στις καταναλώσεις αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (και άλλων ψυχολογικών αγωγών), αλλά και στις ραγδαίες αυξήσεις κατανάλωσης αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών. Ακόμα περισσότερο στα χρόνια που η πανδημία του COVID-19 άλλαξε σημαντικά την καθημερινότητά μας η ευτυχία δείχνει πλέον να είναι κυριολεκτικά ένα άπιαστο όνειρο.

Η Πρώτη Ευγενής Αλήθεια
Ή μήπως ήταν πάντα κάπως έτσι;
“Dukkhañ c’eva paññapemi
Dukkhassa ca nirodham”
«Ένα πράγμα μόνο διδάσκω, τον πόνο και το τέλος αυτού,» κηρύσσει ο Βούδας ως την Πρώτη Ευγενή Αλήθεια της ύπαρξης. «Η γέννηση είναι dukkhā, τα γηρατειά είναι dukkhā, ο θάνατος είναι dukkhā. Η θλίψη, η οδύνη, ο πόνος και η απόγνωση είναι dukkhā. Η ταύτιση με τους μη αγαπητούς, ο χωρισμός από το αγαπημένο πρόσωπο – αυτά είναι επίσης dukkhā.» Η λέξη dukkhā, που γενικά μεταφράζεται ως δυστυχία, αποτελείται από το du που σημαίνει κακό, χαμηλών αξιών, και τη λέξη kha, που σημαίνει κενό, άνευ νοήματος, συνεπώς αναφέρεται σε οτιδήποτε προκαλεί το αρνητικό αίσθημα της κενότητας και της δυσαρμονίας. Στο πλαίσιο της Πρώτης Ευγενούς Αλήθειας, ο Βούδας παρουσιάζει τη δυστυχία και τη δυσαρμονία ως βασικά στοιχεία της ύπαρξης, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από εμάς, καθότι ακόμα και ελλείψει των συγκυριών που δικαιολογούν την κατάσταση της δυστυχίας, η δυστυχία ελλοχεύει, αφού ακόμα και οι υγιείς, οι αγαπητοί και οι ευκατάστατοι βιώνουν τον αρνητισμό μέσα από τον φόβο που εγείρεται στη σκέψη της αλλαγής. Κατ’ επέκταση, η δυστυχία είναι θεμελιωδώς αλληλένδετη με την αλλαγή (viparināma).
“Yadaniccaṃ taṃ dukkhaṃ”
«Όπου υπάρχει αλλαγή, υπάρχει dukkhā.»
Φαίνεται πως η έννοια, αλλά και το βίωμα της ευτυχίας, ήταν ανέκαθεν κάτι άπιαστο, καθότι ο φόβος της αλλαγής αφ’εαυτού, πέρα από τους πολυάριθμους παράγοντες που δικαιολογούν τη δυστυχία στην ανθρώπινη καθημερινότητα, αποτελεί ένα αξεπέραστο εμπόδιο προς αυτή την πολυπόθητη κατεύθυνση. Μια απλή αλλά λεπτομερής ματιά στην πραγματικότητα μας ενημερώνει πως τίποτα δε μένει σταθερό και πως, όντως, τα πάντα αλλάζουν· οι δε εξελίξεις στις σύγχρονες φυσικές επιστήμες, όπως η κβαντομηχανική, το επιβεβαιώνουν ακόμα και στο υποατομικό επίπεδο. Μέσα σε αυτή την διαρκώς μεταβαλλόμενη ύπαρξη συνεπώς, στερούμενοι ασφάλειας και σταθερότητας, πως μπορούμε να χαρούμε τη χαρά;
“Nandi pi dukkhā”
«Η ίδια η χαρά είναι δυστυχία»
Στα εμπόδια που μας κρατάνε μακριά από την ευτυχία, δηλαδή τον πόνο, λόγω διαφόρων συγκυριών και τον πόνο, λόγω της μεταβλητότητας της πραγματικότητας, ο Βούδας θα προσθέσει την άγνοια των ανθρώπων τόσο για τον ίδιο τους τον οργανισμό όσο και για τον κόσμο στον οποίο κατοικούν (pạticca samuppāda). Το γεγονός ότι τα πάντα γύρω μας, όπως και εμείς οι ίδιοι[1], αποτελούνται από διαφορετικές ομάδες αλληλοεξαρτώμενων υπομερών (saṅkhāra), και συνεπώς δεν λειτουργούν αυτόνομα αλλά ως σύνολα, των οποίων η κατάσταση εξαρτάται από τη σύνδεση των υπομερών τους μεταξύ τους αλλά και με τα μέρη άλλων ομάδων, προσθέτει σε μια χαώδη πραγματικότητα που ο άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει, οδηγώντας τον σε ακόμα περισσότερη ανασφάλεια και άρα δυστυχία. Αποδεικνύεται έτσι ότι η δυστυχία, τελικά, είναι δομικά συνδεδεμένη με την ίδια τη φύση του ανθρώπου (saṅkhāra-dukkhatā).
Η Δεύτερη Ευγενής Αλήθεια
Έχοντας σκιαγραφήσει μια σχετικά σκοτεινή εικόνα της πραγματικότητας, στην οποία η δυστυχία και η δυσαρμονία ελλοχεύουν, αν δεν είναι ήδη σαφέστατα υπαρκτά αισθήματα, ο Βούδας εντοπίζει τη ρίζα του προβλήματος στο αίσθημα της λαχτάρας (taṇhā). Η λαχτάρα είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από κάθε ανθρώπινη σκέψη και πράξη που μας ωθεί πότε προς μια κατεύθυνση και πότε προς μια άλλη. Ενώ η λέξη taṇhā συχνά μεταφράζεται ως επιθυμία, η ελληνική λέξη λαχτάρα αποδίδει με μεγαλύτερη σαφήνεια το νόημα της Pali λέξης, καθότι στη λαχτάρα ενυπάρχει πάντα και η έννοια του εγωισμού, κάτι που δε συμβαίνει απαραιτήτως με την λέξη επιθυμία. Και είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο, ο εγωισμός, που μετατρέπει την επιθυμία σε λαχτάρα και κατ’ επέκταση σε μια παντοδύναμη και επικίνδυνη παρόρμηση, που αποτελεί τη ρίζα για όλα τα ανθρώπινα δεινά.
Ποια όμως η σχέση της λαχτάρας με τον πόνο; Εδώ τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα, ακόμα κι αν η ίδια η λαχτάρα άλλες φορές παρουσιάζεται με πιο προφανείς και άλλες με λιγότερο προφανείς τρόπους. Σε κάθε περίπτωση όμως το γεγονός ότι κάποιος λαχταρά, θέλει, μια πραγματικότητα σταθερή μέσα σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, αρκεί για να οδηγήσει σε μια μη-πραγματική επιθυμία άρρηκτα συνδεδεμένη με την απογοήτευση και συνεπώς την ίδια την dukkhā.
Η προσκόλληση στις καταστάσεις που προσφέρουν ευχαρίστηση είναι ο βασικός λόγος για τον πόνο που προκαλείται στο ψυχοσωματικό σύνολο που ονομάζουμε άνθρωπο. Το μυαλό λαχταρά για ευχάριστες σκέψεις, τα μάτια ευχάριστα θεάματα, τα αυτιά ευχάριστους ήχους, η γλώσσα ευχάριστες γεύσεις, η μύτη ευχάριστες μυρωδιές, το δέρμα ευχάριστες επαφές, και στη σκέψη ή πιθανότητα της μη ευχαρίστησης των αισθήσεων η δυσαρμονία ή dukkhā ελλοχεύει ως αποτέλεσμα όχι μόνη της μη ικανοποίησης των αισθήσεων αλλά και ως απόρροια της προσκόλλησής μας σε μια αναληθή αντίληψη της πραγματικότητας. Με το να απαιτούμε τα πράγματα να παραμένουν ικανοποιητικά για εμάς αμελούμε τη θεμελιώδη ουσία της ύπαρξης που είναι η ίδια η αλλαγή, και άρα η αδυναμία της διατήρησης μιας συγκεκριμένης κατάστασης, είτε αυτή είναι ικανοποιητική είτε όχι.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Βουδισμός επανατοποθετεί τη δυστυχία και την βασική της αιτία μέσα στον φυσικό κόσμο, πρεσβεύοντας ότι η δυστυχία μου οφείλεται στις πράξεις μου και οι πράξεις μου οφείλονται στην λαχτάρα μου για το μη αληθινό. Όσο συνεχίζουμε να κυνηγάμε το αναληθές, δηλαδή την σταθερότητα της πραγματικότητας, τόσο θα επιδιδόμαστε σε πράξεις που φέρνουν ακόμα περισσότερο πόνο, δυσφορία και δυσαρμονία. Είναι λοιπόν στο χέρι του καθενός, κατά τον Βούδα, η προσπάθεια για μια πιο αντικειμενική αντίληψη της πραγματικότητας, με λιγότερο παράλογες απαιτήσεις εκ μέρους μας. Αντίστοιχα, είναι στο χέρι μας η αντίληψη της Τρίτης Ευγενούς Αλήθειας που εξηγεί ότι η παύση ή ολική απάρνηση της λαχτάρας συνεπάγεται της διακοπής της ίδιας της δυστυχίας.
Η Τρίτη Ευγενής Αλήθεια
Η άμεση καταπολέμηση της ρίζας της δυστυχίας, με άλλα λόγια της λαχτάρας, της εγωκεντρικής επιθυμίας, συνεπάγεται και την παύση της δυστυχίας. Απευθυνόμενος στους μοναχούς ακόλουθούς του, ο Βούδας εξηγεί πως η λύση του προβλήματος έγκειται στην παύση της λαχτάρας, και διαλέγει τις εξής λέξεις για να προσδιορίσει την παύση αυτή: cāgo (εγκατάλειψη), paṭinissaggo (απάρνηση), mutti (απελευθέρωση), anālayo (αποστασιοποίηση). Από την επιλογή αυτών των λέξεων, μπορεί κανείς να συμπεράνει πως υπάρχουν διαβαθμίσεις στην παύση της λαχτάρας, ξεκινώντας από την αποστασιοποίηση του εαυτού από το εγωκεντρικό αίσθημα της επιθυμίας και καταλήγοντας στην πλήρη εγκατάλειψή του. Ταυτόχρονα, η διαδικασία απελευθέρωσης από τη λαχτάρα δεν φαίνεται να αφορά την καταπίεση αυτής της παρόρμησης αλλά περισσότερο εμπεριέχει την οικειοθελή εγκατάληψή της, που επιτυγχάνεται με το άφημα αυτής της παρόρμησης. Συνεπώς, η λαχτάρα δεν ταυτίζεται πλέον με τη φύση του ανθρώπου αλλά παρουσιάζεται ως ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να αφεθεί πίσω, όπως κανείς αφήνει τη βαλίτσα του μετά από ένα μεγάλο ταξίδι.
Η Dhammapada ερμηνεύει: «Γαλήνιος είναι ο νους, γαλήνιος ο λογος, γαλήνιες οι πράξεις αυτού που έχει κατανοήσει ορθώς και τελείως ατάραχος έχει επιτύχει την απελευθέρωση.» Η σταδιακή αποστασιοποίηση από τη λαχτάρα καθιστά τον άνθρωπο ικανό να έχει πλήρη έλεγχο όλων του των αισθήσεων και η ουσιαστική του αδιαφορία για τις καταστάσεις και την έκβαση αυτών τον οδηγεί στο μονοπάτι της αταραξίας. Εκεί, χωρίς να επηρεάζεται από επαφές και αισθήσεις, εξωτερικές ή εσωτερικές, μπορεί ακόμα και να βιώσει μια ευχάριστη αίσθηση ως δυσάρεστη και το αντίθετο, χωρίς να επηρεαστεί διόλου από την αίσθηση αυτή. Με καθαρό νου, χωρίς το πέπλο της λαχτάρας και της προσκόλλησης, καταφέρνει να πράττει χωρίς να δημιουργεί kamma, και παραμένοντας στο μονοπάτι αυτό μπορεί να επιτύχει ακόμα και την οριστική απελευθέρωση από τον κύκλο των γεννήσεων (Nibbāna).
Η Τέταρτη Ευγενής Αλήθεια
Τα εργαλεία που δίνονται από τον Βουδισμό καταπραΰνουν τον πόνο και τη δυστυχία που βιώνουν οι άνθρωποι εξαιτίας της άγνοιάς του και σταδιακά τους φέρνουν ολοένα και πιο κοντά στην ολοκληρωτική λύτρωση, ενώ ταυτόχρονα εγγυώνται μια καθημερινότητα απαλλαγμένη από το άγχος και τη θλίψη που συνεπάγεται η διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση της ύπαρξης. Ωστόσο, ακόμα πιο συγκεκριμένα, ο Βούδας δίνει στην ανθρωπότητα ακριβείς, πρακτικές οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας οφείλει να περπατήσει σε αυτό το μονοπάτι, το οποίο ορίζει ως Οκταπλό Μονοπάτι.
Το βασικό χαρακτηριστικό του μονοπατιού αυτού είναι η διαρκής προσπάθεια του ατόμου να αποφεύγει τα άκρα και συνεπώς να παραμένει μακριά από τον αισθησιακό κόσμο της απόλαυσης αλλά και από την ασύστολη και άνευ νοήματος αυστηρότητα των πρακτικών που συχνά ακολουθούνται από τους πνευματικούς αναζητητές όλων των θρησκειών. Αποτελείται από οκτώ αλληλένδετους παράγοντες που θα αναφέρω συνοπτικά εδώ αλλά αξίζει να αναλυθουν περεταίρω σε επόμενη μελέτη.
1. Sammā Diṭṭhi – Σωστή Κατανόηση
2. Sammā Saṅkappa – Σωστή Σκέψη
3. Sammā Vācā – Σωστός Λόγος
4. Sammā Kammanta – Σωστή Πράξη
5. Sammā Ājīva – Σωστός Τρόπος Ζωής
6. Sammā Vāyāma – Σωστή Προσπάθεια
7. Sammā Sati – Σωστή Επίγνωση
8. Sammā Samādhi – Σωστη Συγκέντρωση
Το οκταπλό μονοπάτι παρουσιάζεται με κάθε λεπτομέρεια ως μια πορεία που οδηγεί τον αναζητητή της εσωτερικής γαλήνης στην επιθυμητή κατεύθυνση, κάτι που όμως σημαίνει πως όποιος βρεθεί εκεί οφείλει να λειτουργήσει ενεργά έτσι ώστε να μπορέσει να δουλέψει αυτά τα οκτώ πολύ σημαντικά σημεία, επιτυγχάνοντας την ορθότητα και στα οκτώ. Φυσικά, όταν κάποιος δουλεύει πάνω σε ένα από αυτά μπορεί να επηρεάσει και τα υπόλοιπα. Αντίστοιχα, το μονοπάτι έχει παρομοιαστεί με ένα σχοινί που αποτελείται από μικρότερες ίνες και χρησιμοποιεί κανείς για να σκαρφαλώσει, έτσι κατά την ανάβαση μπορεί το ένα χέρι να πιάνει ένα σημείο του σχοινιού που έχει κάποιες από αυτές τις ίνες συγκεντρωμένες ενώ το άλλο να πιάνει ένα άλλο σημείο με άλλες ίνες, σε κάθε περίπτωση όμως, όπου και να πιάνει κανείς, συνεχίζει να σκαρφαλώνει.

Ο Ρεαλισμός του Βουδισμού
Συχνά ο Βουδισμός έχει υποστεί κριτική αναφορικά στην αρνητική προσέγγιση της πραγματικότητας που θέλει τον άνθρωπο να βιώνει μια αναληθή πραγματικότητα διογκώνοντας αρνητικά αισθήματα και σκέψεις. Κατ’ επέκταση, το πνευματικό μονοπάτι που προσφέρει ο Βούδας έχει παρουσιαστεί ως μια αντιδραστική λύση στα πολύ πραγματικά δεινά της καθημερινής ζωής, ένας τρόπος να δραπετεύσει κανείς από τον αυθεντικό και γεμάτο πραγματικές απαιτήσεις βίο.
Αναφορικά στην πρώτη κριτική που αναφέρθηκε, ο Βούδας κάθε άλλο παρά στέκεται στις αρνητικές καταστάσεις της ζωής, αλλά δια μέσω μιας ιδιαίτερα απλής και πρακτικής προσέγγισης προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να εξισορροπήσουν τις αρνητικές τους τάσεις και ιδανικά να τις μετατρέψουν σε θετικές. Αυτό αποδεικνύεται και σε πολλά από τα αρχαία κείμενα όπου ο Βούδας εστιάζει ιδιαίτερα στην ευχαρίστηση που μπορεί κανείς να λάβει μέσα από μια ζωή που ακολουθεί το οκταπλό μονοπάτι. Αντίστοιχα, σχετικά με τους κριτικούς του Βουδισμού ως μια πνευματική πρακτική άρνησης της πραγματικότητας, φτάνει να αναφερθούμε στο γεγονός ότι όχι μόνο ο Βούδας δεν αρνείται την πραγματικότητα ως έχει, αλλά η ρεαλιστική προσέγγισή του στην ανάλυσή της αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Συνεπώς, δεν προτείνει τρόπους για να αποφύγει κανείς τη δυστυχία ή να κουκουλώσει τον πόνο με κάποιο αντίδοτο ή να καταπιέσει την εγωκεντρική επιθυμία. Αντιθέτως, μέσα από την συμπόνια για τον εαυτό και τους άλλους, μέσα από την κατανόηση της άγνοιάς μας αναφορικά στην ύπαρξη και την διαρκή προσπάθεια για μια ζωή με σεβασμό και αγάπη προς όλους, μας οδηγεί στη σταδιακή απελευθέρωση από τη δυστυχία. Και εδώ λοιπόν έχουμε προσπάθεια και κόπο αλλά όχι απλά για να θρέφουμε τα εγωκεντρικά μας αισθήματα αλλά έτσι ώστε να στοχεύσουμε στο κοινό καλό, πέρα από το Εγώ και τις επιθυμίες του.
Ο Δαλάι Λάμα σε ένα πρόσφατο κείμενό του που προσεγγίζει την ευτυχία από την Βουδιστική σκοπιά τονίζει: «Ο νους που επιθυμεί να ωφελήσει άλλους ανθρώπους και όντα είναι η ίδια η βάση για ειρήνη και ευτυχία.» Μια ειλικρινής δοκιμή αυτής της πρότασης μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα από όλες τις πνευματικές οδούς που έχουν δοθεί μέχρι στιγμής, αλλά στην πορεία θα γίνει αντιληπτό πως για να σταθεροποιηθεί ο νους σε αυτή την φαινομενικά απλή κατάσταση θα χρειαστεί τα εργαλεία των Τεσσάρων Ευγενών Αληθειών σε όλη του τη διαδρομή.
[1] Rūpa (μορφή), Vedanā (αισθήσεις), Saññā (αντίληψη), Saṅkhāra (βούληση), Viññāṇa (συνείδηση)
Βιβλιογραφία
Dalai Lama. 2014. “Happiness from a Buddhist Perspective”, Journal of Law and Religion, vol. 29, no. 1, pp. 5–13.
Gunaratna, V. F. 1968. The Significance of the Four Noble Truths, Buddhist Publication Society.
Kang, C. 2011. “Sarkar on the Buddha’s Four Noble Truths”, Philosophy East and West, vol. 61, no. 2, pp. 303–323.
Ricard, M. 2014. “A Buddhist View of Happiness”, Journal of Law and Religion, vol. 29, no. 1, pp. 14-29.
Vassiliadis, D. 2022. “4th Cycle of Ancient Indian Philosophy Lectures: The Anorthodox Buddhists”, Athens Center for Indian & Indo-Hellenic Studies.
*Η Στέλλα Νούτσου μετά από σπουδές στην Αρμονία της Μουσικής και τη Μουσική Τεχνολογία ακολούθησε ακαδημαϊκή πορεία με κύρια πεδία ενασχόλησης την Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία, τις Κοινωνικές Επιστήμες και τη Θεατρολογία. Η διατριβή της στην έννοια του οίκου “A Philosophy of Home: A Study on an Alternative Experience of Domesticity” έφερε τα παραπάνω πεδία σε συνδιαλλαγή και άνοιξε το δρόμο για περαιτέρω διερεύνηση πάνω στο θέμα του οίκου, που αναζήτησε μέσα από αρχαίες Ινδικές Φιλοσοφικές Σχολές αλλά και Πρακτικές.