Σχόλια στην Μπαγκαβάτ Γκίτα
Του Δρα Μιλτιάδη Αθ. Σπύρου*
Ο Δημήτριος Γαλανός ύστερα από την προτροπή του Paṇḍit του, Kendardāsa από το Μπενάρες, επιλέγει να ξεκινήσει το μεταφραστικό του έργο με την Μπαγκαβάτ Γκίτα (Bhagavadgītā) ως την καλύτερη και την πλέον λαοφιλή εισαγωγή του στον ινδουϊσμό· στον κόσμο δηλαδή μέσα στον οποίο αποφάσισε να ζήσει και να εργαστεί. Όπως γράφει ο σύγχρονος Ινδός φιλόσοφος S. Radhakrishnan, «H Μπαγκαβάτ Γκίτα είναι το σημαντικότερο από άποψη επιρροής έργο της ινδικής σκέψης… Είναι ένα βιβλίο που παρέχει μαθήματα φιλοσοφίας, θρησκείας και ηθικής.»[1]
Ο τρίτος τόμος των μεταφράσεων του Γαλανού, που εκδόθηκαν από τον Γεώργιο Κοζάκη Τυπάλδο, έφορο της Εθνικής και Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης, είναι βασισμένος στο χειρόγραφο με αριθμό 1854 της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών και αφορά τη μετάφραση της Μπαγκαβάτ Γκίτα, την οποία ο Γαλανός τελείωσε στις 13 Νοεμβρίου του 1802, σύμφωνα με σημείωση που ενυπάρχει στο κείμενο. Όπως βλέπουμε από τη μετάφραση του έργου αυτού καθώς και από τα διάφορα λεξικογραφικά πονήματά του, ο Γαλανός θα πρέπει να είχε σκοπό να τα επεξεργαστεί αργότερα με ηρεμία. Ίσως γι’ αυτό και είναι γραμμένα βιαστικά και όχι στην τελική και επεξεργασμένη μορφή τους. Δυστυχώς, ο αδόκητος θάνατος άφησε απραγματοποίητη αυτήν την πρόθεσή του.
Οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδώσει κανείς με λίγες γραμμές την σημασία της Μπαγκαβάτ Γκίτα καταλήγει σε αποτυχία – αν δεν αποδειχθεί και παραπλανητική ή λανθασμένη. Γι’ αυτό εδώ θα περιοριστούμε στα αναγκαία τυπικά χαρακτηριστικά του έργου, επισημαίνοντας μόνο τη σπουδαιότητα που έχει για τους ινδουιστές και τον σεβασμό τους προς αυτό.
Η Μπαγκαβάτ Γκίτα – η Θεϊκή Μελωδία, μαζί με τις Ουπανισάδ – τα φιλοσοφικά αποστάγματα των Βεδών με τη μορφή διαλόγων, και τη Μπράχμα Σούτρα με τον φιλοσοφικό σχολιασμό του σοφού Śaṅkarācārya, αποτελούν τα τρία μέλη της ‘Τριάδας των Γραφών’ (Prasthānatraya) των ινδουιστών και ιδίως των οπαδών της σχολής Advaita Vedānta. Είναι έργο αρχικά του θρησκευτικού μονοθεϊστικού δόγματος των Bhāgavata, των οποίων τα μέλη κυρίως αποτελούνταν από άτομα της κάστας των Kṣatriya, των πολεμιστών, η οποία παραδοσιακά ανέδειξε αρκετούς θρησκευτικούς δασκάλους – που μάλιστα είχαν μαθητές τους και άτομα της κάστας των Βραχμάνων, των κατ’ εξοχήν διδασκάλων.
Με το πέρασμα του χρόνου, ως αποτέλεσμα της πνευματικής αυτής μέθεξης των Βραχμάνων και των Kṣatriya, η διδασκαλία των τελευταίων Bhāgavata έχασε τη δογματική της ιδιαιτερότητα, κερδίζοντας όμως σε οικουμενικότητα. O θεός των Bhāgavata, ο Bhagavat, έχασε και αυτός την αποκλειστικότητά του, παραμένοντας όμως στην ινδουϊστική φιλολογία των Βισνουϊτών (Vaiṣṇava), ως επιθετικός προορισμός της θεότητας, ενώ τη θέση της πήρε ο Βεδικός-Βραχμανικός Βίσνου (Viṣṇu), ο οποίος, με τις διάφορες ‘’μετενσαρκώσεις’’ του, έφθασε σ’ αυτή του Κρίσνα (Kṛṣṇa).
Ο θεός Κρίσνα όντας ο παγκόσμιος Δάσκαλος (jagatguru)[2] αναλαμβάνει, στην πλοκή της Μπαγκαβάτ Γκίτα, να διδάξει στον Kṣatriya πρίγκιπα Αρτζούνα (Arjuna) τα καθήκοντά του, ως μέλος της κάστας του, ως πρίγκιπας και ως επιφορτισμένος με την υποχρέωση της επανόρθωσης της αδικίας που έγινε σ’ αυτόν, στην οικογένειά του και στο βασίλειό του. Ο θεός Κρίσνα, στο ρόλο του ως οδηγού του πολεμικού του άρματος (Partha-sarathi), διδάσκει στον πρίγκιπα Αρτζούνα την πραγματική υπόσταση του ατόμου, αναλύοντας τα ψυχοπνευματικά του χαρακτηριστικά, την πραγματική υπόσταση του κόσμου, τη σχέση του ατόμου με τον περιβάλλοντα κόσμο, και τον προορισμό του ανθρώπου. Του διδάσκει τις αρχές της ηθικής ως ατόμου, τα καθήκοντά του και τους τρόπους ή ατραπούς (mārga) που ανοίγονται μπροστά στο άτομο προκειμένου να επιτύχει και να φθάσει στον προορισμό του. Κοντολογίς, του διδάσκει όλες τις αρχές των απαράγραπτων καθηκόντων (Sanātana Dharma).[3]
Το σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσεται η πλοκή της Μπαγκαβάτ Γκίτα είναι συμβολικά το πεδίο της μάχης [Kurukṣetra] το οποίο λόγω των θυσιών που έγιναν εκεί και λόγω του ότι θα εξελιχθεί σε πεδίο εκτέλεσης του καθήκοντος, ονομάστηκε και θρησκευτικό πεδίο (Dharmakṣetra]. Εκεί αντιμάχονται οι δυνάμεις του καλού, οι αδελφοί Pāṇḍava και οι σύμμαχοί τους[4] από τη μια μεριά, και οι δυνάμεις του κακού, οι Κaurava, από την άλλη. Οι Kaurava, συγγενείς των Pāṇḍava ιδιοποιήθηκαν το βασίλειο των Pāṇḍava που δεν τους ανήκε και αρνούνταν να το επιστρέψουν. Οι πολέμιοι είναι παρατεταμένοι απέναντι ο ένας στον άλλο, έτοιμοι να αρχίσουν τις εχθροπραξίες. Ο πρίγκιπας Αρτζούνα φοβούμενος τα αποτελέσματα του φρικτού μακελειού που θα επακολουθήσει, αφήνει κάτω το τόξο του και αρνείται να πολεμήσει, βρίσκοντας μάλιστα και μερικές ηθικοθρησκευτικές δικαιολογίες προκειμένου να στηρίξει αυτή του τη στάση.
Εδώ αρχίζει, με μία ελαφρά επίπληξη στον Αρτζούνα από τον θεό Κρίσνα μία ‘’εφ’ όλης της ύλης’’ διδασκαλία του επί παντός επιστητού και μη: Εξηγεί ο θεός Κρίσνα στον Αρτζούνα την πραγματική υπόσταση, τόσο τη δική του ως ατόμου όσο και του κόσμου που τον περιβάλει,[5] καθώς και την πρέπουσα συμπεριφορά του ατόμου μέσα στον περιβάλλοντα κόσμο καθώς και τα εν γένει καθήκοντά του ως ατόμου που απορρέουν από την θέση και την κάστα του. Τέλος, φθάνει στην εξήγηση της πραγματικής υπόστασης του θείου, και ως προσωπικού Θεού και ως Απόλυτης Αλήθειας, καθώς και τους τρόπους που το άτομο μπορεί να επιλέξει προκειμένου να επιτύχει την ουσιαστική πραγμάτωση της σχέσης του με αυτήν.
Υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των σχολιαστών – Ινδών και Ευρωπαίων – σχετικά με το αν η Μπαγκαβάτ Γκίτα αποτελεί εξ’ αρχής οργανικό κομμάτι τoυ έπους Μαχαμπαράτα ή μία νεότερη προσθήκη σ’ αυτήν (interpolation)· και επιχειρήματα παρατίθενται εκατέρωθεν για υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων. Διχογνωμία υπάρχει ακόμη και σχετικά με την εποχή της δημιουργίας της. Αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι η Μαχαμπαράτα περιέχει στοιχεία τα οποία προστέθηκαν σε διαφορετικές εποχές και τα οποία φέρουν τη δική τους, η κάθε μία, χρονολογική σφραγίδα. Γενικά επικρατεί η γνώμη ότι, στην πρωταρχική της μορφή η Μαχαμπαράτα ανάγεται στον 2ο π.Χ. αιώνα, ενώ στη σημερινή της μορφή, στον 2ο μ.Χ. αιώνα. Δικαιολογούν δε τη θέση αυτή από το γεγονός ότι περιέχει αναφορές σε διαφορετικά χρονολογημένα γεγονότα, καθώς επίσης, από το ότι αναφέρονται σ’ αυτήν, διαφορετικά χρονολογημένες πηγές. Στην θρησκευτική ινδική παράδοση συχνά η Μαχαμπαράτα αναφέρεται ως η «Πέμπτη Βέδα» και η Μπαγκαβάτ Γκίτα ως μία Ουπανισάδ. Στο ίδιο το κείμενό της εξ’ άλλου, η Μπαγκαβάτ Γκίτα, αναφέρεται στον κολοφώνα του κάθε κεφαλαίου της ως Ουπανισάδ (Upaniṣad).
Η Μπαγκαβάτ Γκίτα περιέχει και αναφορές σε διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, όχι βέβαια στη συστηματικά κρυσταλλωμένη μορφή των φιλοσοφικών σχολών, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, αλλά σαν απλές θεωρητικές τάσεις. Υπάρχουν συχνές αναφορές στα συστήματα Sāṅkhya και Yoga ονομαστικά, αλλά και στην ορολογία του κάθε ενός από τα δύο αυτά συστήματα, ενώ λιγότερες αναφορές υπάρχουν στο σύστημα Vedānta.
Η Μπαγκαβάτ Γκιτά είναι πρωτίστως το ’’Ευαγγέλιο’’ των Ινδών θεϊστών. Αργότερα βέβαια, ο Śaṅkarācārya (788-820), με τον σχολιασμό του τόσο στην Μπαγκαβάτ Γκιτά όσο και στις Ουπανισάδ, έδωσε αποφασιστική κατεύθυνση στην καθαρά φιλοσοφική ινδική σκέψη – στην πλειονότητά της τουλάχιστον – δημιουργώντας τη σχολή του Απόλυτου Μη-Δυϊσμού (Advaita Vedānta), καθιστώντας έτσι και την Γκίτα ως πηγή της δικής του φιλοσοφίας. Υπήρξαν βέβαια και σχολιαστές, οι οποίοι επέμεναν και τόνισαν τις διάφορες θεϊστικές παραλλαγές του ινδουισμού παραθέτοντας τη δική τους ερμηνεία στην Μπαγκαβάτ Γκίτα και τις Ουπανισάδ. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι ο Rāmānujācāria (1116 μ.Χ.), ιδρυτής της σχολής Viśiṣṭādvaita, ο Madhavācārya, ο Nimbārkācārya και άλλοι.
Πέρα από τους ανωτέρω ιστορικούς σχολιαστές της Μπαγκαβάτ Γκίτα, που όπως είδαμε επηρέασαν την ινδική σκέψη και τους θρησκευτικούς προσανατολισμούς πλήθους Ινδών, και πολλοί σύγχρονοι Ινδοί σχολιαστές της Γκίτα, δημοσίευσαν σχόλια και μεταφράσεις της στην αγγλική γλώσσα. Μεταξύ των πολλών άλλων νεότερων σχολιαστών, είναι και ο Shri Aurobindo, ο Bal Gangadhar Tilak, ο Mahatma Gandhi, ο “Εθνικός Φιλόσοφος της Ινδίας” S. Radhakrishnan, ο Swami Chibhavananda της Ramakrishna Mission, καθώς και ο Δάσκαλός μου, Swami Chinmayananda, ο ιδρυτής της Chinmaya Mission. Όλοι σχεδόν ακολουθούν, με ελάχιστες παραλλαγές, την ερμηνεία του Śaṅkarācārya.
Πολλές σύγχρονες εκδόσεις της Μπαγκαβάτ Γκίτα κυκλοφορούν διεθνώς σε μετάφραση και σχόλια, τόσο στα αγγλικά όσο και στις διάφορες ευρωπαϊκές και ινδικές γλώσσες. Οι εκδόσεις αυτές, τόσο στην Ινδία όσο και στο εξωτερικό, περιλαμβάνουν το σανσκριτικό κείμενο, συχνά μεταγλωττισμένο με το διεθνές σημειωτικό σύστημα. Στα ελληνικά την Μπαγκαβάτ Γκίτα μετέφρασαν εκτός από τον Γαλανό και o Τ.Τ. Βρατσάνος και ο Γ.Κ. Ζωγραφάκης, σχετικά πρόσφατα.
Και για να επιστρέψουμε στους σχολιαστές: Είδαμε ότι στηρίγματα στην Γκίτα βρήκαν σημαντικές ινδικές προσωπικότητες του παρελθόντος τόσο της Advaita Vedānta όσο και των διάφορων θεϊστικών συστημάτων. Και στη μεν Advaita Vedānta η Ανώτερη Αρχή ή ‘’Ανώτερη Ψυχή‘’ (Paramātman) προς την οποία το άτομο ή η ατομική ψυχή (Jivātman) κατατείνει, αρχικά να γνωρίσει και τελικά να ενωθεί μαζί του, είναι το Απόλυτο, το μη επιδεχόμενο περιγραφής Ātman ή Brahman· κατά δε τα θεϊστικά συστήματα, είναι μία προσωπική θεότητα: ο Brahmā, ή ο Viṣṇu, ή ο Śiva ή κάποια από τις ‘’ενσαρκώσεις’’ τους. Να το πούμε αλλιώς, και οι θεότητες είναι Brahman, μόνο που για λατρευτικούς λόγους, και λόγω της περιορισμένης αντιληπτικής ικανότητάς του, το άτομο το αντιμετωπίζει ως Saguna Brahman (Brahman με ποιότητες ή χαρακτηριστικά), ενώ το Απόλυτο είναι Nirguna Brahman (το Brahman χωρίς ποιότητες ή χαρακτηριστικά). Έτσι, σύμφωνα με τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της κάθε θεότητας διαμορφώνεται και ο τρόπος λατρείας της και η προσέγγισή της.
Στο σύστημα Advaita Vedānta, o αναζητητής (sādhaka) ξεπερνά το στάδιο της λατρείας της κάθε θεότητας και επιδιώκει να ενωθεί με το Απώτατο Ātman ή Brahman· θεωρεί δε πλέον τις ονομασίες των θεών και τα χαρακτηριστικά τους μόνο ως χρήσιμες, για τη λατρευτική του συμπεριφορά, αλληγορίες, του μη επιδεχόμενου περιγραφής Απολύτου. Το Απόλυτο σε μία περιγραφική προσπάθεια, και κατ’ οικονομίαν αναφέρεται ως Sat ( Ύπαρξη), Cit (Συνείδηση) και Ānanda (Ευδαιμονία).
Η απελευθέρωση από τα δεσμά της εγκοσμιότητας, που αποτελεί το απώτατο αγαθό (puruṣārtha) στην κλίμακα των επιτεύξιμων αγαθών προς τα οποία επιλεκτικά κατατείνει το άτομο, ονομάζεται – ανάλογα με την εννοιολόγηση της κάθε ινδουϊστικής φιλοσοφικής σχολής – mokṣa ή kaivalia ή apavarga· και για τον βουδισμό nirvāna.
Για την επίτευξη του τελικού σκοπού του κάθε ατόμου, του ανώτερου δηλαδή υπαρξιακού αγαθού (puruṣārtha), που είναι η Αυτογνωσία και η ένωση με το θείο, υπάρχουν στη διάθεσή του τρόποι ή ατραποί που αναφέρονται στην Μπαγκαβάτ Γκίτα και τις ακολουθεί το κάθε άτομο ανάλογα με την ψυχοπνευματική του κλίση. Οι ατραποί αυτοί είναι: (1) Jñāna, η μελέτη και Γνώση της πραγματικής φύσης του ίδιου του ατόμου, του αισθητού κόσμου που το περιβάλλει και του Απόλυτου – όσο αυτό είναι βέβαια δυνατό· (2) Bhakti, η λατρευτική συμπεριφορά προς τη συγκεκριμένη θεότητα του κάθε συστήματος· (3) Karma, η εργασία, και πιο συγκεκριμένα, Niṣkāma Karma ή υπηρεσία· εργασία δηλαδή χωρίς την προσδοκία ανταμοιβής, χωρίς καν την όποια επιθυμία (kāma).
Η επιθυμία θεωρείται, από όλα τα ινδικά φιλοσοφικό-θρησκευτικά συστήματα[6] ως η κύρια αιτία των ανθρώπινων παθών και των δεσμών με το αισθητό περιβάλλον (Saṁsāra). Εξαιτίας της το άτομο αποκτά ‘’οντότητα’’ με την επενέργεια της Māyā, της παραπλανητικής ψευδαίσθησης, ενώ ουσιαστικά δεν έχει δική του οντότητα. Ουσιαστική οντότητα έχει κατά τους οπαδούς της Advaita Vedānta, μόνον το Απόλυτο Ātman ή Brahman – το όντως όν.
H Μπαγκαβάτ Γκίτα, η οποία αποτελείται από 750 στίχους, διαιρείται σε 18 κεφάλαια, τα οποία με τη σειρά τους ομαδοποιούνται σε τρεις ομάδες ή εξάδες (triṣatkam) κεφαλαίων. Οι τρεις εξάδες (triṣatkam) είναι αφιερωμένες στη mahā-vākya (Μεγάλη Ρήση), την κορωνίδα της σχέσης του ατόμου με την θεότητα κατά τα θεϊστικά συστήματα ή του ατόμου· με το Απόλυτο Ātman ή Brahman κατά την Advaita Vedānta. Η σχέση αυτή αναφέρεται στην ουσιαστική ταυτότητα του ατόμου με τη θεότητα ή με το Απόλυτο και αποδίδεται με τη φράση Τat Τvam Αsi (Εκείνο Εσύ Είσαι).
Η πρώτη εξάδα είναι αφιερωμένη στην ανάλυση του όρου Tvam (Εσύ) και αναφέρεται στο άτομο, την ατομική ψυχή (jivātman), περιγράφοντας την κατάσταση και τους ‘’περιορισμούς’’ ή εξαρτήσεις που το άτομο υφίσταται τόσο σε ότι αφορά τη γνώση της δικής του πραγματικής φύσης και της υπόστασής του, καθώς και της σχέσης του με τον περιβάλλοντα κόσμο.
Η δεύτερη εξάδα κεφαλαίων, είναι αφιερωμένη στο Τhat (Εκείνο), και αναφέρεται σε οτιδήποτε βρίσκεται ‘’έξω’’ από το άτομο, και που – ανάλογα με τον βαθμό εξέλιξης του ατόμου στις διάφορες βαθμίδες της εμπειρίας του – αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του ως εξωτερικό κόσμο, και με τη διάνοιά του ως ιδέες. Ιδέες που προσεγγίζουν την έννοια της θεότητας, και πέρα από αυτήν, του Απολύτου, με το οποίο τείνει το άτομο να ταυτιστεί.
Η Τρίτη εξάδα κεφαλαίων είναι αφιερωμένη στην ανάλυση του όρου Αsi, Είσαι, και αναφέρεται στην ουσιαστική σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του, τον περιβάλλοντα κόσμο, τη θεότητα και τελικά το Απόλυτο, όπου η σχέση παύει να είναι πλέον σχέση και γίνεται ταύτιση.
H Μπαγκαβάτ Γκίτα αποτελεί για τους Ινδουιστές κάτι αντίστοιχο με το Θείο Ευαγγέλιο για μας. Ένα πιο συνοπτικό έργο που στη σανσκριτική του μορφή και τη μετάφρασή του σε κάποια τοπική ινδική γλώσσα ή την αγγλική βρίσκεται σε κάθε ινδουιστικό σπίτι, συχνά σε περισσότερες από μία εκδόσεις με σχολιασμό από διάφορες ινδουιστικές προσωπικότητες. Πολλοί διανοούμενοι και θρησκευτικοί ηγέτες της Ινδίας, θεωρούν καθήκον τους να δημοσιεύσουν σχολιασμό στην Μπαγκαβάτ Γκίτα, δίνοντας έμφαση σε απόψεις της διδασκαλίας της σύμφωνα με το θρησκευτικό δόγμα στο οποίο ανήκουν, αν και οι βασικές αρχές της παραμένουν αξιωματικά αναλλοίωτες.
Ο σχολιασμός στην Μπαγκαβάτ Γκίτα, όπως και σε άλλα έργα της ινδικής γραμματείας (θρησκευτικά και μη), κρίνεται απαραίτητος γιατί η ποιητική συντομία των στίχων-αφορισμών δεν επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη του νοήματος. Επιτρέπει όμως συχνά στους οπαδούς των διαφόρων ινδουιστικών δογμάτων (κυρίως της Advaita Vedānta, του Απόλυτου Μη-Δυϊσμού, αλλά και των θεϊστικών συστημάτων) να επικαλούνται – με κατάλληλο σχολιασμό – την αυθεντία της Μπαγκαβάτ Γκίτα σε επίρρωση των δικών τους θέσεων.
Πέρα όμως από τον σχολιασμό, και χωρίς αυτόν, στο πρωτότυπο με τους σανσκριτικούς, ποιητικούς αφορισμούς της, η Μπαγκαβάτ Γκίτα αποτελεί το ιερό βιβλίο όλων των ινδουιστών, ανεξάρτητα από τις δογματικές ή ταξικές διαφοροποιήσεις τους. Πολλοί έχουν αποστηθίσει στίχους της Γκίτα, και μερικοί στο σύνολό της. Η αγάπη και ο σεβασμός τους σ’ αυτήν είναι εντυπωσιακός και συγκινητικός. Όσες φορές κι’ αν έχουν ακούσει ομιλίες και αναλύσεις της, θα τρέξουν με θρησκευτικό ενθουσιασμό να παρακολουθήσουν κάποια ομιλία για την Γκίτα, έχοντας την μπροστά τους ανοικτή, όπως εμείς την σύνοψη, κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Παραβρέθηκα για πρώτη φορά σε μια τέτοια ομιλία του Swami Chinmayananda, στον απέραντο υπαίθριο χώρο Church Gate Reclamation στη Βομβάη (τώρα Μουμπάι). Ένα απέραντο πλήθος κόσμου, καθισμένο σταυροπόδι έψελνε με θρησκευτικό παλμό, ομόφωνα και κατανυκτικά, σε γλυκό νότιο-ινδικό ρυθμό, εισαγωγικά, κάθε επόμενο τετράστιχο πριν ο Swami αρχίσει την ερμηνεία του σ’ αυτό. Η ατμόσφαιρα με συνεπήρε· και σιγά-σιγά ένιωθα να ταυτίζομαι με όλο αυτό το πλήθος μέσα σ’ αυτή την κατανυκτική μέθεξη άγνωστων, αλλά και τόσο φιλικών – συγγενικών θα ’λεγα – ψυχών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, με τέτοιες εμπειρίες, νοιώθει κανείς να χάνει την ατομικότητά του σ’ αυτή την ώσμωση ιδεών και αισθημάτων, ατόμων διαφορετικών πεποιθήσεων, φύλου, τάξης, και ηλικίας. Συνεπαρμένος, από την εμπειρία, μετά το τέλος της ομιλίας, ζήτησα να συναντήσω – κι’ έτσι και γνώρισα – τον Swamiji.
Σημειώσεις:
[1] Radhakrishnan S, Indian Philosophy, Vol. I, p. 519, Muirhead Library of Philosophy, London, Delhi, 1962.
[2] Οι Ινδοί τιμούν ιδιαίτερα τον Δάσκαλο (Guru) στον οποίον αποδίδουν τιμές θεότητας. Η ινδική μυθολογία και η ζωντανή παράδοση βρίθει από ύμνους και ιστορίες ενδεικτικές του σεβασμού και της τιμής του μαθητή προς τον δάσκαλο.
[3] Sanātana Dharma, κυριολεκτικά «η αιώνια θρησκεία», το επίσημο όνομα της ινδουιστικής θρησκείας. Αναφέρεται όχι σε συγκεκριμένο δόγμα, αλλά στην ινδουιστική θρησκεία γενικά και αόριστα.
[4] Ανάμεσά τους αναφέρεται και ο Kasia, Βασιλιάς του Μπενάρες, επιδέξιος στη χρήση του τόξου.
[5] Η Γκίτα εγκαινιάζει και μία ψυχολογική ανάλυση του χαρακτήρα του ατόμου, το οποίο εξαρτάται από την αναλογία του καθενός από τα τρία συστατικά στοιχεία που μετέχουν στη φύση: Πρόκειται για τα στοιχεία Rajas, Tamas και Sattva. Τα τρία αυτά στοιχεία, των οποίων εκτενή ανάλυση βρίσκουμε αργότερα στις ινδικές φιλοσοφικές σχολές, αντιπροσωπεύουν το μεν στοιχείο Rajas την ορμητική ή βίαιη διάθεση, το Tamas την ήπια – σχεδόν παθητική διάθεση – και το Sattva την εξισορροπημένη διάθεση στον άνθρωπο.
[6] Εκτός από τους υλιστές (Cārvāka ή Lokāyata) βέβαια, που δεν έχουν εσχατολογικές ανησυχίες και δεν αναγνωρίζουν θρησκευτικές σκοπιμότητες στην συμπεριφορά τους, αφού δεν αποδέχονται τίποτε πέραν του αισθητού· ο δε θάνατος επιφέρει πλήρες και αμετάκλητο τέλος των πάντων.
- Η μελέτη αυτή αποτελεί απόσπασμα από το αδημοσίευτο ερευνητικό έργο του Ινδολόγου Μιλτιάδη Σπύρου (1934-2019) πάνω στην ινδική φιλοσοφία και τον Δημήτριο Γαλανό. Δημοσιεύεται με μικρές τροποποιήσεις.