Βασικές  αρχές  του ινδικού υλισμού

Της Διαλεχτής Φωτοπούλου

Φωτογραφία άρθρου: Έξι αιρετικοί δάσκαλοι, τα γλυπτά του βράχου Dazu Rock, Κίνα, 7ος αι.μΧ.

Οι φιλοσοφικές ινδικές σχολές ονομάζονται στα σανσκριτικά darsana-s από τη ρίζα dṛś που σημαίνει θέαση αλλά και το να βλέπει κανείς ένα θεϊκό ή ιερό πρόσωπο. Ο ορισμός των φιλοσοφικών ρευμάτων ως darsanas  εξισώνει την αναζήτηση του «να δω την αλήθεια ή το Θεό» με την αρχέγονη ανάγκη του ανθρώπου να μάθει από πού προέρχεται, από ποιά στοιχεία αποτελείται και επηρεάζεται η ύπαρξή του και σε τί ίσως μετουσιώνεται στη μετά θάνατον ζωή, αν αυτή υπάρχει.

Στις ανορθόδοξες σχολές (nastika) όπου κατατάσσονται ο Υλισμός, ο Τζαϊνισμός και ο Βουδισμός κυριαρχεί η έννοια της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας. Ο όρος nastika («δεν είναι», «δεν υπάρχει») αναφέρεται στην μη ύπαρξη του Θεού και ισοδυναμεί με αθεϊστική θέση. Στα ρεύματα αυτά επικρατεί η πίστη στην ικανότητα και τις γνώσεις των ατόμων ανεξάρτητα από την κοινωνική τους καταγωγή, καθώς και η ιδέα ότι η ζωή είναι ατομική υπόθεση, οπότε ο άνθρωπος πρέπει να υπάρχει χωρίς κανένα περιορισμό (όχι καταδικασμένος όπως οι χορδές να βγάζει έναν μόνο ήχο). Αυτές οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις οδηγούν αυτόματα στην αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού και στην κριτική ματιά απέναντι στις βεδικές γραφές και το ιερατείο. Ταυτόχρονα προκύπτουν και ερωτήματα που αφορούν τους λόγους δημιουργίας της θρησκείας και τη χειραγώγηση της μάζας μέσω αυτής.

Ο Υλισμός αποτελεί το σύστημα που με βάση τη λογική και με γνώμονα την εμπειρία και τις αισθήσεις σαν τη μόνη πραγματικότητα, αμφισβητεί κάθε τι μεταφυσικό και φυσικά την ύπαρξη του Θεού. Απορρίπτει την ιδεαλιστική, θρησκευτική και θεϊστική πίστη της εποχής, ασκεί σκληρή κριτική στη βραχμανική παράδοση και τις τελετουργίες και δεν αποδέχεται ότι οι πράξεις φιλανθρωπίας και συμπόνιας ευνοούν τη μεταθανάτιο μοίρα του ανθρώπου. Στην ουσία δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τη διάλυση του σώματος στα στοιχεία του.

«Όσοι συμμετέχουν σε πράξεις θυσίας παρομοιάζονται με μια ομάδα σκύλων που φωνάζουν ομ! ας φάμε, ομ!  ας πιούμε», Chandogya Upanishad

«Εκείνοι οι ανίδεοι που απολαμβάνουν τη θυσία σα να τους οδηγεί στην ευδαιμονία πέφτουν πάλι στην αποσύνθεση και στον θάνατο. Ανόητοι που ζουν στο σκοτάδι, σοφοί με τη δική τους έπαρση και φορτωμένοι με μάταιη γνώση πηγαίνουν όλοι γύρω γύρω παραπατώντας σαν τους τυφλούς που οδηγούνται από τυφλούς», Mundaka Upanishad,1.2.7-1.2.8.

O Ajita Kesakambali (6ος αι. πΧ), αναφέρεται ως ο πρώτος υλιστής δάσκαλος. Ajita σημαίνει αυτός που δεν κατακτιέται, δεν κυριεύεται και kesakambali στα σανσκριτικά είναι η κουβέρτα  από τρίχες που  φανερώνει έναν λιτό και ασκητικό τρόπο ζωής. Χαρακτηρίστηκε υλιστής και μηδενιστής καθώς κήρυττε τη μη αποτελεσματικότητα των φυσικών φαινομένων, την επιστροφή δηλαδή των στοιχείων με το θάνατο στην προέλευσή τους.

«Με το θάνατο το υγρό επιστρέφει στο νερό, η θερμότητα στη φωτιά, ο άνεμος στον αέρα, τα κόκκαλα και η στάχτη απομένουν στη γη και οι αισθήσεις εξαφανίζονται».*

Σύμφωνα με την Brahmajala Sutta δίδαξε το Uccedavanda: το δόγμα του αφανισμού μετά το θάνατο, τη μη ύπαρξη συνεπώς συνείδησης μετά θάνατον και το

Tam-jivam-tam-sariram-vadakai: το δόγμα της ταύτισης ψυχής και σώματος και συνεπώς την άρνηση της ξεχωριστής ύπαρξης της αιώνιας ψυχής.

Στη διδασκαλία του Ajita Κesakambali  το καλό και το κακό, η φιλανθρωπία και η συμπόνια δεν επηρεάζουν την πορεία μετά το θάνατο γιατί δεν υπάρχει τίποτα μετά από τον θάνατο του σώματος. Παρόλο που δεν σώζονται τα γραπτά του, διασώθηκαν και διαδόθηκαν οι διδαχές του και εντάχθηκαν στo υλιστικό σύστημα, ίσως και ως επιχειρήματα αντιμετώπισης των βραχμανικών παραδόσεων που υπήρχαν παράλληλα.

 «Τόσο οι ανόητοι όσο και οι σοφοί, κατά τη διάλυση του σώματος αποκόπτονται, εξαφανίζονται και μετά το θάνατο δεν υπάρχουν».

Στο φιλοσοφικό σύστημα του Carvaka (Lokayata, δηλαδή διαδεδομένο στον κόσμο) δεν υπάρχει ψυχή και μόνος σκοπός παραμένει η απόλαυση. Απορρίπτεται η αυθεντία των γραφών και η μόνη ορθή γνώση είναι αυτή που προκύπτει από την εμπειρία. Η γνώση που προέρχεται από μαρτυρίες, γραφές και υποθετικούς συλλογισμούς θα πρέπει να δημιουργεί αμφιβολία κι έτσι ακυρώνεται η αξιοπιστία των Βεδών. Συνακόλουθα, οι τελετουργίες των ασκητών θεωρούνται ανούσιες και με έλλειψη γνώσης και οι βραχμάνοι απατεώνες που τις χρησιμοποιούν ως μέσο διαβίωσης. Απορρίπτονται οι τελετουργίες, η μεταθανάτια ζωή και η απελευθέρωση. Η ευχαρίστηση τοποθετείται απέναντι από την ασκητική (bhoga –yoga). Το κακό υπάρχει αλλά ο σοφός πρέπει να βρει τρόπο να ζει ευχάριστα. Η υγεία, η απόκτηση πλούτου αλλά και το να έχει κανείς την ευτυχία που εκείνος θέλει, θα πρέπει να είναι η επιδίωξη της ζωής. Οι αιρετικές αυτές, για την εποχή, αντιλήψεις δίνουν χώρο στην απόλαυση χωρίς να τη δαιμονοποιούν, ενώ παράλληλα εξηγούν τη δύναμη, τον έλεγχο και τη χειραγώγηση που προκύπτει από μια θρησκευτική εξουσία.

«Οι Βέδες και οι τελετές εφευρέθηκαν από απατεώνες,  όπως και τα δώρα στους ιερείς. Ενώ η διατροφή του κρέατος ακολουθούταν με παρόμοιο τρόπο από νυχτερινούς δαίμονες. Επομένως για το καλό της ανθρωπότητας ας προσφύγουμε στη διδασκαλία του Carvaka», the Sarva-Darsana Samgraha, chapter 1.

Ακολουθώντας την ηδονιστική προσέγγιση ο άνθρωπος πρέπει να ζει χαρούμενα τη ζωή του έχοντας σαν μοναδικό σκοπό την απόλαυση αφού η αποφυγή της ισοδυναμεί με πράξη ηλιθίων. Ο εαυτός θεωρείται ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σώμα με συνείδηση, συνεπώς η ψυχή ταυτίζεται με  το σώμα και δεν υπάρχει καμία προσδοκία για παράδεισο ή επαναγέννηση. Εφόσον η λύτρωση είναι ο θάνατος και ο θάνατος είναι η παύση της ζωής, δε χρειάζεται κανείς να υποβάλλεται σε πόνους γι’ αυτό. Η ζωή έχει -δυσ- και -ευ- που εναλλάσσονται, οπότε ο άνθρωπος πρέπει να αναζητά την ευθυμία μέσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, πετυχαίνοντας αταραξία και μακαριότητα στην ύπαρξη.

«Ένας ανόητος φθείρεται από την ασκητική και τις νηστείες. Η αγνότητα και άλλες τέτοιες εντολές φτιάχνονται από έξυπνα αδύναμα άτομα», Sarvasiddhanta Samgraha, verses 9-12.

Στο έργο του Jayarasi Bhatta (8ος αι. μΧ) “Το λιοντάρι που καταβροχθίζει όλες τις κατηγορίες” ή “Η κατάργηση όλων των αρχών” (Tattvopaplavasimha) εμφανίζεται η στάση του απόλυτου μηδενισμού και η άρνηση της εγκυρότητας των μέσων γνώσης. Σύμφωνα με αυτό η άμεση αντίληψη δεν εδραιώνει την αλήθεια γιατί δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η αντίληψη αυτή δεν είναι εσφαλμένη ή ψευδαίσθηση. Έτσι, μαζί με το συμπέρασμα και τη μαρτυρία όλες οι πηγές γνώσης είναι μη έγκυρες, τίποτα δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα και άρα ο αθεϊσμός και η ευτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής είναι ο μόνος λογικός στόχος. Η σκέψη αυτή χαρακτηρίζεται μηδενιστική, καθώς συγκρούεται και με την ορθόδοξη αλλά και με την ανορθόδοξη πίστη, ακόμη και με τον Carvaka.

«Εφόσον καμία από τις πηγές γνώσης δεν είναι έγκυρη, πώς μπορεί να ειπωθεί κάτι για τους θεούς και τις μεταφυσικές αλήθειες;» Jayarasi Bhatta

Στα υλιστικά και ηδονιστικά ρεύματα κυριάρχησε μια αιρετική, για την εποχή, φιλοσοφία που ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τις γραφές και το ιερατείο και ασκούσε κριτική στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των ισχυρών, παρακινώντας τον άνθρωπο να ζήσει ελεύθερα και ευχάριστα τη μοναδική ζωή που έχει. Η κύρια ιδέα ότι η θρησκεία αποτελεί το όπλο των δυνατών για τον έλεγχο των αδύναμων επανήλθε και στη σύγχρονη εποχή, και απασχόλησε σκεπτικιστές και φιλοσόφους. Ο υλισμός μετονομάστηκε σε Physicalism και οι φυσικές επιστήμες άρχισαν να δίνουν πια εξηγήσεις στα φαινόμενα απορρίπτοντας θρησκευτικές εικασίες για τη μεταθανάτιο ζωή.

Πηγές:

Δημήτριος Βασιλειάδης (2021): Εισαγωγή στην Ινδική Φιλοσοφία, 3ος κύκλος, Ανορθόδοξες Σχολές – Υλισμός, Τζαϊνισμός, Βουδισμός. Διαδικτυακές διαλέξεις.

*  “Six Contemporary Teachers During The Time Of The Buddha” (PDF). stylomilo.com. Retrieved 2019-01-02.