Ο ΤΖΑΒΑΧΑΡΛΑΛ ΝΕΧΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΑΔΕΣΜΕΥΤΩΝ ΧΩΡΩΝ

Του Νικόλα Βερνίκου
(Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου)

 

research-nehru vernikos1

 

Όταν το 1943 ο Walter Lippmann πρότεινε ένα σχεδιάγραμμα για την μακροχρόνια, μεταπολεμική εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών σημείωνε ότι «η εμφάνιση μιας νέας μεγάλης δύναμης στο προσκήνιο της ιστορίας εξ ανάγκης επηρεάζει όλη τη ροή της ιστορίας.»[1] Αναφερόταν, βέβαια, στην προβλεπτή, ήδη από τότε, ανάδυση της Κίνας. Και προσέθετε ότι μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου δεν θα ίσχυε πια η παλαιά αρχή σύμφωνα με την οποία «ο καθένας είναι για τον άλλο ένας εν δυνάμει φίλος στα μετόπισθεν ενός εν δυνάμει εχθρού[2]», δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι «είναι αδύνατο να επιτύχουμε τώρα μια σταθεροποίηση στα κινεζικά εδάφη, στην Ινδία και στις μουσουλμανικές χώρες[3].» Προειδοποιούσε, επίσης ότι «δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε να παγώσουμε (freeze) τις απόψεις μας για μια κατάσταση πραγμάτων η οποία σταδιακά μόνο θα εκτυλίσσεται.»

 

Απόλυτη συνείδηση της παγκόσμιας αυτής πολιτικής πραγματικότητα είχαν και ο Γκάντι και ο Νεχρού οι οποίοι μάχονταν τότε για την ανεξαρτησία ολόκληρης της Ινδικής χερσονήσου, αποφεύγοντας συστηματικά να εμπλακούν σε συμμαχίες με τους αντιπάλους της Μεγάλης Βρετανίας. Αξίζει να θυμίσουμε ότι το 1931 στην Οξφόρδη ο Μαχατμά Γκάντι απαντώντας σε μια ερώτηση είχε δηλώσει: «Από την Αυτοκρατορία θα αποκόψω τελείως την Ινδία, από το Βρετανικό όμως έθνος καθόλου, επειδή θέλω η Ινδία να κερδίσει και όχι να υποφέρει. Η Βρετανική Αυτοκρατορία είναι αυτοκρατορία μόνο και μόνο λόγω των Ινδιών. Η αυτοκρατορία πρέπει να φύγει και θα ήθελα πολύ να είμαι ίσος εταίρος με την Βρετανία, να μοιραζόμαστε τις χαρές και τις λύπες. Πρέπει όμως η συνεργασία να είναι με βάση την ισότητα.[4]» 

 

Οι ηγέτες της Ινδίας, και ειδικότερα ο Νεχρού που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, πριν ακόμα υψώσουν την τρίχρωμη σημαία της ανεξαρτησίας στις 15 Αυγούστου 1947, είχαν απόλυτη συνείδηση ότι η Ινδική Ένωση καλείτο, και αυτή, στο μέλλον να γίνει Μεγάλη Δύναμη. Για να το πετύχει όμως έπρεπε να ορθοποδήσει οικονομικά και να αποφύγει τον διαμελισμό. Στο λόγο του της 15 Αυγούστου, ο Νεχρού, διατύπωσε καθαρά την πολιτική του θέση, σύμφωνα με την οποία το νέο εθνικό κράτος θα γινόταν το εργαλείο της κοινωνικής και της οικονομικής αλλαγής. Μια αλλαγή που έπρεπε να μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο, μια και όταν η Ινδία λύσει τα εσωτερικά της κοινωνικά προβλήματα θα έχει ταυτόχρονα λύσει και μεγάλο μέρος των άμεσων προβλημάτων της Ανθρωπότητας.

 

«Ο Νεχρού είχε ορθολογιστική σκέψη και ήθελε να εφαρμόσει τα κεκτημένα της επιστήμης και της τεχνολογίας για να λύσει τα ζωντανά προβλήματα της εποχής μας. Στην Ινδία το κυρίαρχο πρόβλημα ήταν η οικονομική και η κοινωνική καθυστέρηση και η μεγάλη φτώχια των μαζών που επικρατούσε την εποχή της ανεξαρτησίας. Το όραμα του Νεχρού ήταν να απαλλαγούμε από την χρόνια φτώχια, την αμάθεια, και τις ασθένειες χρησιμοποιώντας την σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία. Το όραμα του ήταν η εκβιομηχάνιση της Ινδία, η αστικοποίησή της, και επιτυγχάνοντάς το προσδοκούσε ότι θα δημιουργούσε μια νέα κοινωνία – πιο ορθολογική, πιο ανθρώπινη, λιγότερο φορτωμένη από τους συναισθηματισμούς της κάστας και της θρησκείας. Αυτό ήταν το μεγάλο όραμα που είχε ο Νεχρού.»[5]

 

Την φιλοδοξία ενός παγκόσμιου ρόλου για την Ινδία διαβλέπουμε, πριν ακόμα από την ανεξαρτησία, όταν στις 27 Νοεμβρίου 1946 ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού απευθύνει έκκληση στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Σοβιετική Ένωση να σταματήσουν τις πυρηνικές δοκιμές και να αρχίσουν τον πυρηνικό αφοπλισμό για να «σωθεί η ανθρωπότητα από μια τελική καταστροφή.»

 

Τα διεθνή πράγματα όμως δεν είναι ποτέ απλά και η Βρετανία που μέχρι το 1953-54 προσπαθούσε ακόμα να διατηρήσει τη θέση της ως  παγκόσμια δύναμη, με βάσεις για το στόλο της σε όλο τον πλανήτη, δεν είχε καμιά πρόθεση να επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Η διχοτόμηση της Ινδικής χερσονήσου με την απόσπαση του Πακιστάν είχε δημιουργήσει μια έκρυθμη κατάσταση και ο κίνδυνος νέων αποσχίσεων ήταν άμεσος. Είχε συμφωνηθεί πως τα 570 πριγκιπικά κρατίδια που αποτελούσαν την Βρετανική Ινδία θα επέλεγαν να ενσωματωθούν στην Ινδία ή στο Πακιστάν. Τρία από αυτά το Τζουναγάθ, το Χαϊντεραμπάντ και το Κασμίρ προσπαθούν να αυτονομηθούν. Ο ινδικός στρατός ενσωματώνει τα δύο πρώτα τον Σεπτέμβριο του 1948, ένα χρόνο μετά την ανεξαρτησία. Το πρόβλημα του Κασμίρ γίνεται όμως αφορμή για τον πρώτο ινδο-πακιστανικό πόλεμο του 1947-1949 και καταλήγει στη χάραξη της σημερινής μεθοριακής γραμμής, αλλά προκαλεί και αγγλο-αμερικανικές ειρηνικές παρεμβάσεις.

 

Μετά την πρώτη αυτή σταθεροποίηση της κατάστασης, η Ινδία, την οποία διευθύνει ο Νεχρού, γίνεται επίσημα, στις 26 Ιανουαρίου 1950, ομοσπονδιακή δημοκρατία με αγγλικού τύπου κοινοβουλευτικό καθεστώς. Θα ακολουθήσουν νέες πιέσεις για εσωτερικές ανακατατάξεις, συμπεριλαμβανομένου και του αιτήματος των Σιίχ για νέα διάσπαση του Πεντζάμπ (της Πενταποταμίας) που θα αρνηθεί ο Νεχρού διαβλέποντας μελλοντικούς κινδύνους απόσχισης.

 

Οι θετικές εξελίξεις στο εσωτερικό θα δώσουν τη δυνατότητα στο Νεχρού να προετοιμάσει το έδαφος για την δημιουργία του Κινήματος των Αδεσμεύτων, η ανάγκη του οποίου γίνεται επίκαιρη για την Ασία μετά την άνοδο στην εξουσία του Μάο στην Κίνα και τον πόλεμο της Κορέας.

 

Το 1954 ο Νεχρού προτείνει στο Κολόμπο, όπου γίνεται και μια προσπάθεια να οργανωθεί ένα φόρουμ επικοινωνίας μεταξύ των χωρών της Ινδικής χερσονήσου, τις ονομαζόμενες «Πέντε Αρχές – Panchsheel» για τις Ινδο-Κινεζικές σχέσεις που θα αποτελέσουν στη συνέχεια τις αρχές μιας Αδέσμευτης πολιτικής:

 

1.                  Σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας.

2.                  Αμοιβαία συμφωνία Μη επίθεσης.

3.                  Αμοιβαία μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις.

4.                  Σχέσεις Ισότητας και αμοιβαίου οφέλους

5.                  Ειρηνική συνύπαρξη

 

Το 1954 ήταν και η χρονιά που οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν να συμμαχήσουν ανοικτά με το Πακιστάν σε βάρος των Ινδιών.

 

Όπως έγραψε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Χουσαϊν Χαγγανί  αναφερόμενος σε τελευταίες  δημοσιεύσεις του Ashley Tellis[6] για την νέα πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στη Ινδική χερσόνησο, ποτέ δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι η Ινδία ήταν η μεγαλύτερη χώρα της Νοτίου Ασίας. Από την αρχή όμως, το Πακιστάν θεώρησε ότι δεν έπρεπε να επιτρέψει στην Ινδία να αναλάβει παγκόσμιο ρόλο, και γι’ αυτό αναζήτησε συμμάχους στην περιοχή για να αντισταθμίσει την ινδική επιρροή.

 

Το 1954, μόλις οι ΗΠΑ είχαν ανακηρύξει το Πακιστάν, στρατηγικό τους σύμμαχο, ο τότε υπουργός των εξωτερικών Φοστερ Ντάλες προσπάθησε να πείσει τον Walter Lippmann για τη σημασία αυτής του της επιλογής. Ο Ντάλλας φέρεται, από τον βιογράφο του Λίπμαν, να είπε: «Πρέπει να βρω μερικούς εμπειροπόλεμους ανθρώπους στη Νότια Ασία. Οι μόνοι Ασιάτες που είναι ικανοί να πολεμήσουν είναι οι Πακιστανοί. Γι’ αυτό τους χρειαζόμαστε ως συμμάχους. Δεν θα τα καταφέρουμε ποτέ χωρίς τους Γκούρκας.»

«Μα Φόστερ», του απάντησε ο Λίπμαν «οι Γκούρκας δεν είναι Πακιστανοί είναι Ινδοί!» (Στην πραγματικότητα είναι από το Νεπάλ) «Δεν πειράζει» του λέει τότε αμετακίνητος ο Ντάλες, μπορεί να μην είναι Πακιστανοί, είναι όμως Μουσουλμάνοι.»

«Όχι, λυπούμαι, ούτε μουσουλμάνοι είναι, είναι Ινδουιστές.» είπε ο Λίπμαν.

«Δεν έχει σημασία!» Ανταπάντησε ο Ντάλλες και για μισή ώρα εξηγούσε στον Λιπμαν το πόσο σημαντική είναι η συμμαχία του SEATO για να σταματήσει τον κομμουνισμό στην Ασία.

 

Τον επόμενο χρόνο, το 1955, συνέρχεται στην Ινδονησία η συνδιάσκεψη της Μπαν’ντούγκ. Στην Bandoung  μπαίνουν τα θεμέλια του Κινήματος των Αδεσμεύτων από μια ομάδα ηγετών μεταξύ των οποίων πρωτοστατεί ο Νεχρού μαζί με τον Σουκάρνο, τον Νάσσερ, τον Τίτο αλλά και τον Τσου-εν-Λάι. Συνιδρυτής του Κινήματος υπήρξε και ο Μακάριος, κάτι που, όπως ξέρουμε, δεν του συγχωρήθηκε λόγω της αριστερής και σοσιαλιστικής χροιάς που πήρε το Κίνημα.

 

Αξίζει να θυμίσουμε ένα μικρό απόσπασμα από τον λόγο του Νεχρού στη λήξη της συνδιάσκεψης της Μπαντούγκ στις 24 Απριλίου 1955.

 

Asia and Africa awake ! * Ασία και Αφρική Ξύπνα! […] Επικρατεί σήμερα ένα νέο πνεύμα στην Ασία […] Δεν υπάρχει πια η υποταγμένη Ασία, είναι ζωντανή, δυναμική […] Είμαστε αποφασισμένοι, να μην υποταγούμε με κανένα τρόπο σε μια άλλη χώρα, σε μιαν άλλη ήπειρο. […] Είμαστε μεγάλες χώρες του κόσμου και θέλουμε να ζήσουμε ελεύθερες χωρίς να μας δίνει κανείς εντολές. Αποδίδουμε μεγάλη σημασία στη φιλία των μεγάλων δυνάμεων, αλλά [..], στο μέλλον θα συνεργαστούμε με αυτές ως ίσοι με ίσους. Για τον λόγο αυτό υψώνουμε τη φωνή μας εναντίον του ηγεμονισμού και της αποικιοκρατίας από την οποία πολλοί από μας υπέφεραν και για πολύ χρόνο. Για τον λόγο αυτό πρέπει να  παραμένουμε άγρυπνοι για να μην μας απειλήσει καμιά μορφή κυριαρχίας. Θέλουμε να είμαστε φίλοι με τη Δύση, με την Ανατολή, με όλο τον κόσμο. Ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην καρδιά και στην ψυχή της Ασίας είναι εκείνος της ανοχής, της φιλίας και της συνεργασίας. [. . .]


Πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτε το χειρότερο από την αφάνταστη τραγωδία που έζησε η Αφρική για πολλούς αιώνες […], από τότε που εκατομμύρια Αφρικανοί στάλθηκαν σκλάβοι στην Αμερική και αλλού, με τους μισούς να πεθαίνουν μέσα στις γαλέρες. Πρέπει να αποδεχτούμε την συν υπευθυνότητα μας για το δράμα αυτό, ναι αυτό αφορά όλους μας, ακόμα και εκείνους που δεν ενεπλάκησαν άμεσα […] Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, το δράμα της Αφρικής είναι μεγαλύτερο από ότι είναι στις άλλες ηπείρους, τόσο από την φυλετική όσο και από την πολιτική άποψη. Εναπόκειται στην Ασία να βοηθήσει την Αφρική με ότι δυνατότητες έχει, επειδή είμαστε αδελφές ήπειροι.

 

Το επόμενο βήμα στην προσπάθεια οργάνωσης των Αδεσμεύτων γίνεται στις 19 Ιουλίου 1956 με τη «Διακήρυξη της νήσου Μπριόνι» στη Δαλματία και σηματοδοτεί την κοινή προσπάθεια του Νεχρού, του Νάσσερ και του Τίτο να δημιουργήσουν έναν παγκόσμιο πόλο δυνάμεων που να μπορεί να αποτρέψει κακή μελλοντική τροπή των  κρίσεων που εμφώλευαν στις περιοχές τους. Το μέλλον, όπως ξέρουμε, δικαίωσε απόλυτα τις ανησυχίες των 3 ηγετών.

 

Πέντε χρόνια αργότερα, με πρωτοβουλία του Ιωσήφ Μπρόζ Τίτο συνέρχεται στο Βελιγράδι η πρώτη συνάντηση κορυφής των Αδεσμεύτων, στις 1-6 Σεπτεμβρίου του 1961, με κορυφαίους και πάλι ηγέτες τον Νεχρού, τον Σουκάρνο, τον Νάσσερ και τον Τίτο. Και στη συνάντηση εκείνη συμμετείχε  ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

 

Το Κίνημα των Αδεσμεύτων (NonAligned Movement, ή NAM) οργανώθηκε σε έναν διεθνή οργανισμό, στον οποίο προσχώρησαν πάνω από 100 κράτη μέλη που δήλωναν ότι δεν συμμετείχαν στα δύο στρατόπεδα «μπλοκ» του Ψυχρού Πολέμου. Αντιπροσωπεύοντας πάνω από τον μισό πληθυσμό της Γης, οι Αδέσμευτοι είχαν σαν στόχο τους την ενίσχυση των εθνικό-απελευθερωτικών πολέμων, την εξάλειψη της φτώχειας και την οικονομική ανάπτυξη. Από τα μέσα της δεκαετίας τους 1950 θέλησαν να αντιπαλέψουν την αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό και τις μορφές νέο-αποικιοκρατίας (neocolonialism). Επειδή τις θέσεις αυτές υιοθέτησαν όλα τα αριστερά και άκρα-αριστερά κινήματα, θεωρήθηκαν ότι ήταν ανατρεπτικές ή ότι στην ουσία συνοδοιπορούσαν με την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης και της Κούβας.

 

Θα ακολουθήσει ο σύντομος Ινδό-Κινεζικός πόλεμος τον Οκτώβριος του 1962 που προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στο Νεχρού εδραίωσε όμως την γενικότερη πεποίθηση για την ανάγκη δημιουργίας ενός πόλου ειρήνης στην παγκόσμια σκηνή. Ο θάνατος του Παντίτ Νεχρού τον Μάιο του 1964, δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει στη δεύτερη συνάντηση κορυφής των Αδεσμεύτων που έγινε στο Κάιρο 5-10 Οκτωβρίου 1964.

 

Θα πρέπει να το δεχτούμε, ότι αμφισβητείται από τους αναλυτές των διεθνών πραγμάτων η επιτυχία του Κινήματος των Αδεσμεύτων που δεν είχε τη δυνατότητα να αντισταθμίσει την πολιτική του διπολικού ψυχρού πολέμου ο οποίος κυριάρχησε στη διεθνή σκηνή σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.

Οι Αδέσμευτοι τροφοδότησαν όμως ιδεολογικά όλους τους εθνικο-απελευθερωτικούς αγώνες, περιλαμβανομένου και εκείνου της Κύπρου. Σε κάποιο βαθμό στήριξαν και την πρώτη προσπάθεια που έγινε στα Βαλκάνια (από τον Τίτο) και στην Ανατολική Μεσόγειο (από τον Νάσσερ) να βρεθούν άλλες ισορροπίες. Τόσο τα γεγονότα της Γιουγκοσλαβίας όσο και εκτροπή του Παναραβισμού από τους φονταμενταλιστές (που εν μέρει  εξέθρεψε η Σαουδική Αραβία) δείχνουν ότι αυτό αποτελούσε μια διαχρονική ανάγκη.

Ο Νεχρού, πάντως, μπόρεσε να διασφαλίσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ινδικής Ένωσης και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε την ανοχή και την συνεργασία και των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς η Ινδία να αποτελέσει θερμό επίκεντρο των ψυχροπολεμικών στρατηγικών. 

Επισκεπτόμενος την Κύπρο στις 20-21 Σεπτεμβρίου 2001 ο Ινδός πρωθυπουργός κ. Ατάρ Μπιχάρ Βαζπαγί[7], μας θύμισε πόσο έντονα ο πρόεδρος Μακάριος είχε επηρεαστεί από τον ιδρυτή, Μαχάτμα Γκάντι. Ο Τζαβαχαρλάλ Νεχρού και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήσαν άλλωστε συνάδελφοι και σύμμαχοι στο Κίνημα των Αδεσμεύτων και διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο σε πολλά διεθνή φόρα.»

 

Και προσέθεσε, θυμίζοντας την πνευματική και πολιτική κληρονομιά του Παντίτ Νεχρού: «Πιστεύουμε ότι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν αποτελούν βάση για να μοιραστεί ένα έθνος. Η Ινδία είναι περήφανη για τη ζωντανή κοσμική της παράδοση. Είμαστε ένα πολυπολιτισμικό, πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό έθνος. Τιμούμε τη διαφορετικότητα και γιορτάζουμε την παράδοσή μας περί ανοχής. Πιο σημαντικό, δεν μπορούμε να ανεχθούμε την τρομοκρατία ως μέσο για αλλαγή εθνικών συνόρων, όπως επιχειρείται στο Τζαμού-Κασμίρ.»

 

«Η Ινδία πάντοτε πίστευε ότι το Κίνημα των Αδεσμεύτων, από τη δημιουργία του, ουδέποτε κινήθηκε εναντίον οιασδήποτε χώρας ή ομάδας χωρών. Η ουσία του Κινήματος ήταν να διατηρήσει για τα μέλη του, ανεξαρτησία κρίσεως και αυτονομία δράσεως σε κάθε διεθνές ζήτημα. Το Κίνημα συνεχίζει να αναγνωρίζεται ακόμα και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και τις συνακόλουθες αλλαγές. Φυσικά, η έμφαση του Κινήματος στράφηκε σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα. Η συνοχή του Κινήματος συνεχίζει να είναι ισχυρή για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν υπανάπτυκτες χώρες.»

 

Θα κλείσουμε παραθέτοντας το πρώτο άρθρο του συμφώνου που υπέγραψαν στις 28 Ιουνίου 2005, στην Ουάσιγκτον οι Υπουργοί Αμύνης Πρανάμπ Μουκχερτζί και Ντόναλντ Ράμσφελντ.

 

1. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία εισήλθαν σε μια νέα εποχή. Μεταβάλλουμε τις σχέσεις μας με τρόπο που να αντανακλά τις κοινές μας αρχές και τα κοινά μας εθνικά συμφέροντα . Ως οι δυο μεγαλύτερες δημοκρατίες (democracies) του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία, συμφωνούν στην ζωτική ανάγκη της πολιτικής και της οικονομικής ελευθερίας, των δημοκρατικών θεσμών, του κράτους δικαίου, της ασφάλειας και των ευκαιριών σε όλο τον πλανήτη. Οι ηγέτες των δύο μας χωρών κτίζουν μια Αμερικανο-Ινδική στρατηγική συνεργασία με στόχο την αναζήτηση της επίτευξης αυτών των αρχών και αυτών των συμφερόντων[8].

 

Θεωρούμε, ότι η νέα αυτή πολιτική της κυρίας Ράις, μισό αιώνα μετά τις Πέντε Αρχές του Κολόμπο, υιοθετεί –  λεκτικά τουλάχιστο – την ουσία του οράματος του Τζαβαχαρλάλ Νεχρού πάνω στο οποίο θέλησε να κτίσει το Κίνημα των Αδεσμεύτων για την ελευθερία όλων μας.

 

Αυτή όμως είναι και η Ινδική πολιτισμική κληρονομιά, η κληρονομιά μιας συνολικής συνείδησης, η οποία έμπρακτα τονίζει το αλληλένδετο της πραγματικότητας. Το βαθύτερο φιλοσοφικό δίδαγμα, όπως μας έχουν εξηγήσει οι Ινδοί φίλοι μας, είναι ότι οι πολιτικές δυναμικές και οι εντάσεις στο σημερινό κόσμο κυκλοφορούν σαν σε συγκοινωνούντα δοχεία και ισχύει και γι’ αυτές η αλήθεια που περιέχεται στους στοίχους του Shaanti Paath, με τον οποίο αρχίζουν την καθημερινή τους σπουδή οι μελετητές των Ουπανισάντ:

 

That is whole, this is whole, from the whole the whole becomes manifest, from the whole the whole is negated, what remains is again the whole.

 

Αυτό είναι το Όλον, εκείνο είναι το Όλον, από το Όλον το Όλον γίνεται φανερό, από το Όλον το Όλον αφαιρείται, εκείνο που απομένει είναι πάλι το Όλον.


 

Σημειώσεις


[1] Walter Lippmann, US Foreign Policy, June 1943 (Pocket book edition 1943, p. 111)

[2] Walter Lippmann σελ. ό. π., 111

[3] Walter Lippmann , ό. π., σελ. 116

[4]:  [Mahatma’s] reply was precise – ‘From the Empire, entirely; from the British nation not at all, if I want India to gain and not to grieve.’ He added, ‘The British Empire is an Empire only because of India. The Emperorship must go and I should love to be an equal partner with Britain, sharing her joys and sorrows. But it must be a partnership on equal terms.’  Λόγος του πρωθυπουργού Μανμόχαν Σινγκ, στις 11 Ιουλίου 2005, κατά την αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

[5] Από τον λόγο του πρωθυπουργού Μανμόχαν Σιγκ στις 12 Ιουλίου 2005.

[6] Ashley J. Tellis, μέλος της  Carnegie Endowment for International Peace, υπηρέτησε στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών ως βασικός σύμβουλος της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ινδία και στο  National Security Council ως ειδικός συνεργάτης του Προέδρου για τον στρατηγικό προγραμματισμό στην Νοτιοανατολική Ασία, έχει γράψει τα βιβλία Indias Emerging Nuclear Posture και Interpreting China’s Grand Strategy. Είναι επιμελητής του  Strategic Asia 2004-05: Confronting Terrorism in the Pursuit of Power.  

[7] Συνεντευξη του Ινδού πρωθυπουργού στη εφημερίδα «Σημερινή» 25 Σεπτ. 2001.

[8] 1. The United States and India have entered a new era. We are transforming our relationship to reflect our common principles and shared national interests. As the world’s two largest democracies, the United States and India agree on the vital importance of political and economic freedom, democratic institutions, the rule of law, security, and opportunity around the world. The leaders of our two countries are building a U.S.-India strategic partnership in pursuit of these principles and interests.