ΑΡΘΡΑ

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ

της Δήμητρας Νούση

“No laptop madam?”

Ο υπάλληλος με κοίταξε με έκπληξη και περιέργεια από την κορυφή ως τα νύχια. Η οθόνη ελέγχου των χειραποσκευών διέψευδε τις προσδοκίες του. Πριν προλάβω να απαντήσω ακούστηκε η ίδια ερώτηση από το συνάδελφό του δίπλα μου. Σχεδόν με μάλωσε. “No laptop madam?” Δυο ζευγάρια μάτια ομοιόχρωμα με κοράκια, σαν αυτά που φωλιάζουν με αγένεια στα αυτιά σου όλη μέρα στη Βομβάη, μου επιτέθηκαν ανακριτικά και περίμεναν τις εξηγήσεις μου. Ο τρίτος υπάλληλος δίπλα τους ανέμενε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την αντίδρασή μου, ταυτόχρονα μου έδινε πίσω τη βιντεοκάμερα.

Θυμήθηκα έναν πανομοιότυπο άνθρωπο που πριν λίγη ώρα απαίτησε να πετάξω από την τσάντα μου τον αναπτήρα μου. Ήμουν έτοιμη να ορκιστώ ότι δεν κουβαλούσα αναπτήρα μαζί μου, αλλά ο Ινδός είχε δίκιο. Δώδεκα μέρες στην Ινδία δεν τον χρησιμοποίησα, δεν ήξερα καν ότι είχε ξεμείνει στην τσάντα μου. Κανένας ελεγκτής στην Αθήνα, στο Μπαχρέιν ή το Ντουμπάι δεν έφτασε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Του ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει τη σκέψη μου. Χωρίς ίχνος χαμόγελου, πράγμα σπάνιο για Ινδό, μου είπε: “You have a lighter madam. Please, put it here right now. It’s forbidden by the rules”.

Οι κινήσεις μου ήταν αργές. Μια τσάντα  γεμάτη σημειώσεις, βιβλία, είδη πρώτης ανάγκης για μακρινό ταξίδι, τσέπες μικρές και μεγαλύτερες για να ταλαιπωρούν εμένα και μια ουρά ταξιδιωτών που περίμενε πίσω μου… Κι όμως, δε βιαζόταν κανείς τους, όπως στα σούπερ μάρκετ ή τα εστιατόρια, στο κατάστημα της ΝΟΚΙΑ, όπου πήγα να αγοράσω καρτοκινητό, στο φωτογραφείο για να ποζάρω για τέσσερις απαίσιες φωτογραφίες περιμένοντας τη σειρά μου μετά από καμιά εικοσαριά άνδρες…

Επιτέλους, βρήκα τον περιβόητο αναπτήρα. Διαφημιστικός, ασήμαντος, ποιος να ξέρει πότε ξεχάστηκε στην τσάντα μου. Του έδωσα σημασία μόνο τη στιγμή που τον πετούσα. Κοίταξα το βλέμμα του υπαλλήλου. Μαύρο, όπως όλα τα βλέμματα του τόπου του. Αυστηρό, πιστό στο ηλεκτρονικό μήνυμα που εντόπισε το απαγορευμένο αντικείμενο. Μόλις το πέταξα μίλησε πάλι εκείνος. “Thank you madam. Have a nice flight”.

Μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι το μόνο δικό μου πράγμα που άφησα πίσω μου στην Ινδία ήταν εκείνος ο αναπτήρας. Ο ατομισμός του τουρίστα είναι  χαρακτηριστικός: απαιτεί μόνο να παίρνει από τον τόπο της υποδοχής του. Δώδεκα μέρες έπαιρνα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. Πεινούσα και μοιραζόμουν την πολυτελή μου επιθυμία με όποιον βρισκόταν δίπλα μου, ακόμη και με τις άσαρκες γυναίκες μέσα στο τρένο… εκείνη τη  μέρα που επέστρεφα από το Νέραλ στη Βομβάη…

 “We in India do not have to go abroad in search of the past and the distant. We have them in here in abundance. If we go to foreign countries it is in search of the present….We are citizens of no mean country and we are proud of the land of our birth, of our people, our culture and traditions. That pride should not be for a romanticised past to which we want to cling; nor should it encourage exclusiveness or a want of appreciation of other ways than ours….We have a long way to go and much leeway to make up before we take our proper station with others in the van of civilization and progress. And we have to hurry, for the time at our disposal is limited and the pace of the world grows even swifter. That is more necessary today, for we march to one world of tomorrow, where national cultures will be intermingled with the international culture of the human race. We shall therefore seek wisdom and knowledge and friendship and comradeship, wherever we can find them and co-operate with others in common tasks, but we are no suppliants for others, favours and patronage. Thus we shall remain Indians and Asiatics, and become at the same time good internationalists and world citizens”.

                                                                                                      Jawaharlal Nehru            

            Έφτασα στην Ινδία με καθυστέρηση λόγω τεχνικής βλάβης του αεροσκάφους εν πτήση. Αναγκαστική προσγείωση στο Ντουμπάι και αναμονή. Γυναίκες σχεδόν αόρατες πίσω από τα μαύρα μετάξια, άνδρες απολύτως ορατοί στις κατάλευκες φορεσιές τους, ατσαλάκωτοι, προκλητικά κομψοί. Στο κέντρο του αεροδρομίου ο αϊ Βασίλης, μεγαλόπρεπος και υπέρλαμπρος καμάρωνε ως ο μέγας προστάτης του duty free shopping. Ήταν αρχές Νοεμβρίου. Πόσο μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον σου μια τέτοια κατασκευή πλαστικής χαριτωμένης φιγούρας; Ευτυχώς είχα μαζί μου τη «μεγάλη χίμαιρα» του Καραγάτση.

            Η φίλη μου η Σιλού, που θα με φιλοξενούσε στη Βομβάη, ήταν στο σπίτι. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο σοφέρ της, που για δώδεκα μέρες θα ήταν δικός μου. Diwally: μια από τις μεγαλύτερες αργίες του χρόνου. Ήταν η γιορτή των φώτων, αλλά ο Murugan χρεώθηκε την υποδοχή μου και αναγκάστηκε να με περιμένει στο αεροδρόμιο από τα χαράματα μέχρι το μεσημέρι. Από τη στιγμή που τον πρωτοείδα μέχρι πριν λίγη ώρα που με συνόδεψε στο αεροδρόμιο, δεν άνοιξα καμιά πόρτα και δεν κουβάλησα καμιά τσάντα πέρα από την κάμερα στον ώμο μου. O Murugan ήταν ο αρχηγός μου και τηρούσε το πλάνο της εκδρομής μου κατά γράμμα.

            Το σπίτι ήταν ένα διαμέρισμα στο Oval Maidan, νότια Βομβάη, σε μια πολυκατοικία του 1930, χτισμένη από τους Άγγλους. Η περιοχή ήταν γεμάτη από κτήρια γοτθικής αρχιτεκτονικής. Απέναντι από το μπαλκόνι φαινόταν το τεράστιο γήπεδο του κρίκετ, ένα αντίγραφο του μπιγκ μπεν, δημόσια κτήρια της βρετανικής κυριαρχίας και σε κοντινή σχετικά απόσταση το βιβλιοπωλείο της Οξφόρδης.

            Το να ξυπνάς και να πνίγεσαι από τη μυρωδιά του κάρρυ ήταν το πρώτο πράγμα που συνήθισα. Η Gulabi, ημαγείρισσα, μικρόσωμη και απροσδιόριστης ηλικίας, φορούσε πάντα ένα πολύχρωμο σάρι και μύριζε κοκτέιλ μπαχαρικών. Υπήρχαν χρώματα και μυρωδιές παντού σε αναρίθμητους συνδυασμούς, αλλά το βλέμμα ήταν πάντα ίδιο:  μαύρο χωμένο μέσα στα πιο πυκνά βλέφαρα του κόσμου…

            Το δεύτερο πράγμα που έπρεπε να συνηθίσω ήταν τα κοράκια. Ήχος παράταιρος που ξέφευγε από τις συστάδες των δέντρων, σαν να επευφημούσαν, ή το αντίθετο τους παίκτες στον αγωνιστικό χώρο απέναντι. Μέχρι να χωνέψω στο μυαλό μου αυτούς τους αλλόκοτους συνδυασμούς, η Kamakshi, η οικονόμος, είχε φροντίσει για τον καφέ μου: ήταν έτοιμος δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα, που μπροστά της υπήρχε το κουνιστό σκαμπό για να ξεκουράσω τα πόδια μου. Δίπλα στο δίσκο διπλωμένη η πρωινή έκδοση των TΙMES της Ινδίας. Κάποιος είχε πει στην οικονόμο ότι θα μ’ ενδιέφεραν τα τελευταία νέα…

            Με τη Σιλού δεν είχαμε συναντηθεί για δεκατέσσερα χρόνια, τότε που έγινε ένα διεθνές συνέδριο στη Θεσσαλονίκη. Ήταν όπως την κράτησα στο μυαλό μου: μια γυναίκα τυλιγμένη στο μετάξι. Φορούσε πάντα ένα πολύτιμο σάρι, μιλούσε αργά και απαλά και σχεδόν ποτέ δεν μπορούσες να της πεις όχι. Τον άνδρα της τον γνώρισα εκείνη τη μέρα. Χαμογελαστός, με χιούμορ, ένας έξοχος οικοδεσπότης, ένας πιστός ινδουιστής που εκτελούσε με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα στους θεούς. Το να παρακολουθείς έναν top manager όπως ο Γκόπαλ να προσεύχεται με πρόσωπο βαμμένο άσπρο και κόκκινο, μισόγυμνος όπως ο Γκάντι, ψέλνοντας σανσκριτικά, όρθιος στο μπαλκόνι απ’ όπου ξεκινά η προσευχή κάθε Σάββατο και καταλήγει στην ανατολική γωνιά του σπιτιού ανάμεσα στις εικόνες των θεών, όπου βρίσκεται ένας μικρός σπιτικός ναός, είναι μια από τις σπάνιες εικόνες που μπορείς να ζήσεις στην Ινδία. Ήταν τόσο καλός μαζί μου, που μου επέτρεψε να καταγράψω με την κάμερα αυτήν την τελετουργική έκφραση της λατρείας του.

            Μετά από τη μακρόσυρτη πρωινή προσευχή θα άρχιζε η μέρα του. Deals με το blackberry και το laptop, γυμναστήριο, επαγγελματικά ραντεβού συνοδευόμενος πάντα από το σοφέρ του.

            Η Σιλού συνεχίζει ακάθεκτη τη φιλανθρωπική δράση. Κάθε Κυριακή πηγαίνει μόνη της στις παραγκογειτονιές και ακούει τα προβλήματα των καταραμένων. Εκείνη την Κυριακή θα τρώγαμε όλοι μαζί το μεσημέρι σε κάποιο εστιατόριο. Ήμουν από το πρωί στο μουσείο της Βομβάης και γυρνούσα με το remote controlκαι την ηχογραφημένη ξενάγηση από αίθουσα σε αίθουσα. Ζέστη. Δεν άντεχα πολλή ώρα τα ακουστικά στα αυτιά μου. Είχα να επιλέξω την ξενάγηση ανάμεσα σε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, χίντι, μαράτι, και γιαπωνέζικα. Έπαιζα με τις γλώσσες προσπαθώντας να ακούσω τους ήχους των χίντι και μαράτι. Στο σπίτι μιλούσαν όλοι αγγλικά…

            Οι μοντέρνες αίθουσες του μουσείου ήταν κλιματιζόμενες. Στις παλιές υπήρχαν κάτι γιγάντιοι ανεμιστήρες, που όμοιούς τους δε θυμάμαι να έχω δει ποτέ μου, που δρόσιζαν ελάχιστα και προκαλούσαν έντονη βουή. Αφού έφτασα και στα τελευταίο σερβίτσια των Άγγλων και χάζεψα το πορτρέτο του Τάτα βγήκα από το μουσείο. Σε λίγα λεπτά θα ερχόταν η Σιλού.

            Ένας άνδρας ντυμένος με λεκιασμένα κουρέλια και ένα βλέμμα μαύρο όσο κανένα άλλο, άπλωσε μπροστά το χέρι του και μου είπε κάτι που κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει: “I’m hungry”. Όλα στην εικόνα του ήταν σαφή και ξεκάθαρα. Δεν αναρωτιόσουν για τίποτα. Η αλήθεια του ήταν προφανής και τραγική. Πληθωρισμός της στέρησης. Το χέρι του ήταν βρόμικο, κυλισμένο σε τόσο χώμα, που δε διακρίνονταν τα νύχια και τα δάχτυλα. Χώμα και βρομιά αποτελούσαν ένα τέλειο γάντι. Ένας άνθρωπος που δεν είχε από που να πιαστεί πιανόταν από το χώμα. Ήταν το μόνο που δεχόταν την αλήθεια του. Τον φιλοξενούσε. Αυτόν και εκατομμύρια άλλους. Μου ξαναείπε: “I’m hungry”. Ένα γκρουπ μουσουλμάνων επισκεπτών περνούσε από δίπλα μου. Ανθρώπινες φιγούρες κρυμμένες σε μαύρες μπούρκες, τα κατακόκκινα νύχια ήταν το μόνο πράγμα που έβλεπες, καθώς τα κεφάλια τους ήταν σκυμμένα. Οι άνδρες περπατούσαν αργά κουβεντιάζοντας, ποιος ξέρει για ποιο πράγμα. Το βλέμμα του γέρου, (άραγε ήταν γέρος;) με τρομοκράτησε. Άσκησε πάνω μια εξουσία που οι τρεις υπάλληλοι στο αεροδρόμιο είναι ανίκανοι να ασκήσουν.

            Ευτυχώς, η Σιλού δεν άργησε. Το φαγητό ήταν γεμάτο χρώματα και μυρωδιές όπως όλα. Οι σερβιτόροι δούλευαν ασταμάτητα φορώντας τις άσπρες στολές τους. Πολυκοσμία. Για κάποια κοινότητα στην πόλη ήταν η πρώτη του χρόνου. Για τη Σιλου και τον Γκόπαλ η πρώτη του χρόνου είναι μέσα στον Απρίλιο. Το μέλλον ήταν κοντά μας. Τα θεόρατα γυάλινα κτίρια ήταν φωτισμένα μέχρι αργά το βράδυ. Σίγουρα υπήρχαν προγραμματιστές που δούλευαν μέρα νύχτα για να ρίξουν πρώτοι τα νέα προϊόντα στην αγορά, για να προλάβουν να παρουσιάσουν πρώτοι την επικαιροποίηση των συστημάτων, αναβαθμίσεις στα προγράμματα προέκυπταν σαν κρίκοι μιας τεράστιας πυκνής αλυσίδας, που εκτείνεται σε ένα μέλλον ελπιδοφόρο. Οι αμερικανοσπουδαγμένοι τεχνοκράτες με τα μαύρα μάτια, που παίζουν στα δάχτυλα τα εναλλασσόμενα  software και το business consulting είναι πεπεισμένοι ότι δεν έχουν καιρό για χάσιμο. Η ιστορία ανήκει σε άλλους. Στους ίδιους ανήκει το μέλλον. Η πείνα να δημιουργήσουν δεν σχετίζεται με τις αναλύσεις και τους στόχους που δημοσιεύουν οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Οι κινέζοι κινούνται εξίσου γρήγορα. Κατά την άποψη των Ινδών οι ίδιοι είναι αυτοί έχουν το συγκριτικό πλεονέκτημα και που είναι το αγγλοσαξωνικό εφαλτήριο στην εκπαίδευσή τους, αλλά και τη γνώση των αγγλικών από γεννησημιού τους που συνδυαστικά δίνουν το διαβατήριο προς την άμεση ανταπόκριση του καιρού τους στο χώρο της τεχνολογίας. Εξάλλου τους ενδιαφέρει μόνο αυτό. Η εποχή που οι Ινδοί ήταν αυτοί που έραβαν τα ρούχα των άλλων πρέπει να περάσει στο παρελθόν. Η ανάπτυξη και το μέλλον της Ινδίας βρίσκεται αλλού. Όλα αυτά τα εκατομμύρια των Ινδών που έχουν μητρική γλώσσα την αγγλική, κομίζουν τίτλους αμερικανικών πανεπιστημίων, είναι στελέχη, διευθυντικά και μη, αμερικανικών εταιρειών, ταυτόχρονα παθιάζονται με το κρίκετ, (ιδιαίτερα στον αγώνα Εθνικής Ινδίας με το Πακιστάν) τρώνε με τα χέρια ρύζι ανακατεμένο με γιαούρτι, τηρώντας τους κανόνες υγιεινής. Η Σιλού προσπάθησε να μου μάθει πώς να τρώω με τα χέρια. Δεν τα κατάφερα. Η μόνο συνήθεια που κατόρθωσα να αποκτήσω ήταν να περπατάω ξυπόλυτη μέσα στο σπίτι. 

            Οι δυο άντρες στο αεροδρόμιο συζητούσαν χαμηλόφωνα: “very heavy bag but no laptop”.

Δεν ξέρω τι γινόταν στην Ινδία πριν από την επίθεση στους δίδυμους πύργους αλλά η αστυνόμευση που ένιωθες να γίνεται παρακολούθηση με κούρασε, τις τελευταίες μέρες. Το αποκορύφωμα ήταν η αγορά του καρτοκινητού τηλεφώνου. Όταν μου ζήτησαν τον αριθμό τηλεφώνου της φίλης μου επίτηδες έδωσα το τηλέφωνο του γραφείου της στη Grant Road Area και όχι του σπιτιού. Το διασταύρωσαν και διαπίστωσαν το ψέμα μου. Ένας αρκετά θυμωμένος Ινδός μου τηλεφώνησε από τη Vodafone. Σίγουρα δεν τον έπεισα ότι ήμουν αθώα. Σίγουρα δεν με έπεισε ότι μια τουρίστρια που αγοράζει καρτοκινητό τηλέφωνο θα πρέπει να ελέγχεται τόσο στενά. Κλείνοντας το τηλέφωνο κοίταξα τον απέναντι τοίχο. Σε περίοπτη θέση στο σαλόνι και σε μια λιτή κορνίζα ήταν τοποθετημένη μια παλιά φωτογραφία της πιθανά από τη δεκαετία του εβδομήντα: η Ίντιρα Γκάντι με τον πατέρα του Γκόπαλ. Σκέφτηκα ότι η επιμονή των Ινδών για συλλογή και διασταύρωση στοιχείων ίσως να μη σχετίζεται μόνο με τους δίδυμους πύργους. Σε αυτήν τη χώρα που την κυβερνάνε τόσοι θεοί επιθέσεις και βόμβες μπορεί να σκάνε πολύ συχνότερα για λόγους που δεν έχουμε συνηθίσει να φανταζόμαστε. Για αυτά τα ζητήματα η φαντασία μας είναι προϊόν των εθισμών μας…

Είναι αλήθεια ότι άνοιγα την τσάντα μου σε κάθε εμπορικό κέντρο που έμπαινα. Βαρέθηκα να βλέπω security σε κάθε σύγχρονη πολυκατοικία . Μια μέρα πήγα μαζί με τη Σιλού σε ένα νοσοκομείο. (Συνήθιζε να επισκέπτεται αρρώστους και να τους παρηγορεί). Δεν κουβαλούσα τίποτε μαζί μου. Είχα αφήσει την κάμερα στο αυτοκίνητο. Παρόλα αυτά οι φύλακες δε μου επέτρεπαν να μπω μέσα. H Σιλού έχωσε κάμποσες στα χέρια τους και χαμογελαστά τους ευχήθηκε: “Happy Diwally”. Όταν φύγαμε από το νοσοκομείο μας ευχήθηκαν το ίδιο.

Στο νησί του ελέφαντα πήγα μόνη μου. Ο Murugan με άφησε μπροστά στο καραβάκι και δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα. Μια Καναδή φοιτήτρια, που έκανε μόνη της τουρισμό στην Ινδία και εγώ είμαστε οι μόνες δυτικές γυναίκες στο σαλόνι. Ζευγάρια με παιδιά, πόσα παιδιά υπάρχουν αλήθεια σε τούτον τον τόπο, γυναίκες με γυμνά μπράτσα τυλιγμένες στο σάρι, ή ντυμένες με το παραδοσιακό παντζάμπι και ανάμεσά τους καμιά δεκαριά κρυμμένες στις μπούρκες. Δίπλα μου καθόταν μια οικογένεια μουσουλμάνων. Ένα μικρό αγόρι, ούτε οχτώ χρονών, τρεις γυναίκες κρυμμένες, από τις παλάμες υπέθεσα ότι οι δυο ήταν έφηβες και ένας άνδρας, γνώριμη φυσιογνωμία αρχηγού της οικογένειας. Δεν ήθελα να τον προκαλέσω στρέφοντας την κάμερα πάνω τους. Η μικρή τετράγωνη οθόνη ήταν καρφωμένη στη Βομβάη που χανόταν καθώς έφευγε το καραβάκι. Τα πανύψηλα κτήρια όλο και μίκραιναν. Ο μικρός έπαιζε αμέριμνος, η φωνή και το γέλιο του ακουγόταν συνέχεια. Οι γυναίκες δεν έβγαζαν άχνα. Την ώρα που κατέβαινα από το καραβάκι άκουσα πίσω μου τον άνδρα: “Madam!” Γύρισα απότομα, σχεδόν φοβήθηκα.“This is yours”. Μου  έδωσε το πορτοφόλι, που μάλλον έπεσε από την τσάντα μου χωρίς να το καταλάβω. Τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη. Τι θα γινόταν αν δε μου το έδινε; Του χαμογέλασα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα χαμογελούσα στον άνδρα με τα τρία μαύρα πλάσματα πίσω του και το αγόρι δίπλα του.

Στο μονοπάτι για τη σπηλιά του ελέφαντα είδα μια γυναίκα γεμάτη ρυτίδες που καθόταν στο δρόμο και πουλούσε φρούτα. Ήταν ελάχιστα, ούτε τρία κιλά. Δεν τα είχα ξαναδεί και δεν θα τολμούσα ποτέ να τα γευτώ. Ετοίμασα την κάμερα να πάρω πλάνα από αυτήν την πρωτόγνωρη και άθλια πραμάτεια απλωμένη σε ένα βρόμικο πανί. Η γυναίκα άπλωσε με ταχύτητα τα κοκαλιασμένα χέρια της στα φρούτα και τα τύλιξε στο ύφασμα σαν να ήθελε να τα προστατέψει. Η φωνή της ήταν γεμάτη αγανάκτηση. Ούρλιαξε: «Μπαχσίς Madam!» Την κοίταξα ακίνητη. «Μπαχσίς Madam!» επανέλαβε ακόμη πιο σπαραχτικά. Μόλις είδε πόσες ρουπίες της άφησα άπλωσε ξανά τα φρούτα μπροστά της και περίμενε με ικανοποίηση, σχεδόν με χαμόγελο για τα πλάνα της στη βιντεοκάμερα. Εγώ, με τη σειρά μου δεν ντράπηκα, πάτησα το rec.

Την ίδια στιγμή περνούσαν από τα μάτια μου οι εικόνες των ανθρώπων στους δρόμους της Βομβάης. Ατέλειωτα χιλιόμετρα από λαμαρίνες ή τίποτα, απλωμένα κορμιά στο χώμα, άνθρωποι ένα με το χώμα, κάποιοι πλένονται στους δρόμους ή στα πάρκα, ατέλειωτα παιδιά ξαμολημένα στη ζητιανιά, άλλα ξυπόλητα που κυλιούνται στα σκουπίδια, χώμα πάλι χώμα, άνθρωποι και χώμα ενωμένοι. Στα αφυδατωμένα πρόσωπα που δεν έχουν ηλικία παρά μόνο στέρηση υπάρχει η πιο αναμφισβήτητη αλήθεια μας: η φθαρτότητά μας. Τίποτε επάνω τους δεν είναι καλοσυντηρημένο, μακιγιαρισμένο, κρυμμένο ή αναζωογονημένο. Η εγκατάλειψή τους στις συνθήκες είναι ορατή. Ο χρόνος τους φέρεται πολύ σκληρά, όσο κι εγώ. Στην αρχή σοκάρεσαι, μετά εύχεσαι ο εφιάλτης να σταματούσε στις παράγκες με τις κουρελούδες, όπου δεν υπάρχει ούτε παράθυρο. Μετά θυμάσαι αυτό που άκουσες στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ στην τηλεόραση, ότι δηλαδή είναι προτιμότερο τα παιδιά να δουλεύουν έξω από το σπίτι, γιατί πολύ απλά ο μηχανισμός του κράτους μπορεί να ελέγξει πιο εύκολα τους εργοδότες παρά την εκμετάλλευση από τους γονείς. Έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι ένα κοριτσάκι στην ηλικία της κόρης μου κέντησε τις χάντρες στο ολομέταξο ρούχο που της αγόρασα. Μετά από όλα αυτά, οι άσαρκες φιγούρες, οι άνθρωποι που έγιναν ένα με το χώμα γίνονται μια εικόνα που την εισπράττεις όπως δέχεσαι τη θάλασσα. Εκτείνεται τόσο πολύ που απλά αποδέχεσαι ότι υπάρχει. Όταν μάλιστα είδα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελάνε βουτηγμένα σε ένα σκουπιδότοπο μου φάνηκε απόλυτα φυσικό και χαμογέλασα αυθόρμητα. Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει δικαίωμα χαράς ανάμεσα στα σκουπίδια;

Έξω από τη σπηλιά το ελέφαντα με πλησίασε μια κοπέλα και μου ζήτησε να βγούμε μαζί μια φωτογραφία. Ξαφνιάστηκα. Γιατί άραγε. “You are very beautiful”, μου είπε. Αυτές τις λέξεις τις είχα ξανακούσει πολλές φορές στα μαγαζιά. Οι πωλητές που άδειαζαν τα ράφια σε λίγα λεπτά για να σου δείξουν ατέλειωτα κασμήρια, ή σατέν χρυσοκέντητα στρωσίδια μου έλεγαν ότι είμαι τόσο όμορφη που σίγουρα θα έπρεπε να παίξω σε ταινίες του Bollywood. Ήταν ένας τρόπος να πουλήσουν το εμπόρευμα. Αλλά και οι πωλήτριες στην Colaba είχαν την ίδια τακτική και μου έλεγαν πόσο ταίριαζαν τα χρώματα της Ινδίας σε μια λευκή όμορφη γυναίκα όπως εγώ. Ξεδίπλωναν με μαγικές κινήσεις τα κεντημένα καφτάνια, και βαμβακερά ρούχα, το πιο μαλακό βαμβακερό ύφασμα που ακούμπησα ποτέ μου… “Only one picture please” μου είπε η νεαρή και μόλις συμφώνησα ήρθαν δίπλα μου γελώντας άλλες τέσσερις γυναίκες, μια κρατούσε ένα νεογέννητο μωρό, για να βγει η περιβόητη φωτογραφία. Πέντε Ινδές με πορτοκαλί, τυρκουάζ, μπλε, πράσινο και ροζ παντζάμπι φορτωμένες βραχιόλια ό,τι άλλα κοσμήματα υπάρχουν, γελούσαν με την καρδιά τους δίπλα μου. Εγώ ήμουν ξεθεωμένη από την ανηφόρα και τη ζέστη, αλλά με ευχαρίστηση έκανα το μοντέλο, όπως πριν λίγη ώρα κάποια άλλη γυναίκα για μένα.

Το project στο Νέραλ ήταν φιλόδοξο. Η Σιλού μου μιλούσε με ενθουσιασμό για τα σπιτάκια που ήταν ήδη έτοιμα και φιλοξενούσαν τους πρώτους ηλικιωμένους. Η μη κυβερνητική οργάνωση που διηύθυνε, με σκοπό τη στήριξη της τρίτης ηλικίας ήταν ο μεγάλος σκοπός της ζωής της. Φτάσαμε με το τζιπ χωρίς καμιά ταλαιπωρία. Ο Murugan οδηγούσε. Η οικονόμος και τα δυο σκυλιά της φίλης μου απολαμβάναμε τη διαδρομή. Η Σιλού μιλούσε στο blackberry για τη δουλειά που άφηνε πίσω της στη Βομβάη. Η οργάνωση πραγματοποιούσε δεκάδες  προγράμματα… Η κόρη της η Λούλου, το προηγούμενο βράδυ γύρισε από το Κουβέιτ, όπου είχε πάει για δουλειά σε πελάτες της εταιρείας της. Είναι μια συμπαθέστατη κοπέλα, τριάντα δυο χρονών κι έχει ένα μωρό λίγων μηνών. Όταν τέλειωσε τα μεταπτυχιακά της στην Αμερική έμεινε μερικά χρόνια στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο κάνοντας business consulting. Τώρα πια ζει και δουλεύει στην Ασία. Μεθαύριο θα φύγει για δουλειά στη Σρι Λάνκα.

Ο χώρος στο Νέραλ ήταν ακόμη εργοτάξιο. Στο γραφείο της Σιλού καμάρωνε η μακέτα με το μεγάλο όνειρό της: το πρώτο και πρότυπο γεροντολογικό νοσοκομείο της Ινδίας. «Ετοιμάσου να φύγεις» μου είπε. «Είναι ευκαιρία να δεις το χωριό. Το ογδόντα τοις εκατό του πληθυσμού της Ινδίας μένει σε χωριά. Πρέπει να πας στο χωριό και το βράδυ θα γυρίσεις με το τρένο στη Βομβάη. Θα έρθει μαζί σου ο Murugan».

Οι δρόμοι στο Νέραλ ήταν γεμάτοι πέτρες και χώματα. Μαζί μου ήταν ένας ευγενέστατος κάτοικος του χωριού, o Kailash, που δούλευε στο εργοτάξιο. Το πρώτο πράγμα που είδα έξω από το σχολείο ήταν ένα κάρο. Το έσερναν δυο κατάκοπα βόδια και ο οδηγός του κάρου, άνθρωπος ένα με το χώμα κι αυτός χαμογελούσε με προθυμία στο φακό και χαιρετούσε. Σε λίγο φάνηκαν τα πρώτα παιδιά που κουβαλούσαν δοχεία με νερό. Οι γυναίκες έπλεναν ρούχα στις γωνιές των δρόμων ή στις αυλές των σπιτιών. Το σχολείο είχε λαμαρίνες για στέγη και συρματόπλεγμα στην αυλή. Το μόνο χρώμα που υπήρχε ήταν σε ένα κομμάτι του εξωτερικού τοίχου, όπου υπήρχαν ζωγραφισμένες δυο μορφές παιδιών.

Έφτασα στον παιδικό σταθμό. Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα μέσα. Πάγωσα. Ένα σκοτεινό δωμάτιο με στενά παράθυρα. Τοίχοι γεμάτοι υγρασία, ξεφτισμένοι και άχρωμοι. Μύριζε μούχλα. Δεν υπήρχε καμιά καρέκλα ή τραπεζάκι. Περίπου σαράντα πενήντα παιδιά κάθονταν, κυριολεκτικά στοιβαγμένα στο πάτωμα, πάνω σε φθαρμένα μαξιλαράκια. Ένιωσα ντροπή. Δεν είχα μαζί μου ούτε μια καραμέλα. Ένιωθα τα τεράστια παιδικά μάτια να με καρφώνουν στον τοίχο. Ούτε ένα παιχνίδι. Τίποτα. Θύμωσα. Γιατί η φίλη μου δε με είχε προειδοποιήσει; Ήταν δύσκολο να έφερνα μαζί μου μερικά παιχνίδια από τη Βομβάη;

«Χαμογελάστε για να σας βγάλει η κυρία μια φωτογραφία» είπε η νηπιοβρεφοκόμος κι εκείνα χαμογέλασαν. Την κοίταξα. Με καλωσόρισε με θέρμη. Αδύνατη με ένα φθαρμένο σάρι, ξυπόλυτη, εικόνα μιας γυναίκας κουρασμένης, αλλά ευγενικής. Τότε παρατήρησα ότι πίσω της υπήρχαν μερικές, ελάχιστες είναι η αλήθεια, ζωγραφιές  ανάμεσα στη μούχλα του τοίχου. «Ελάτε να δείτε», μου είπε. «Εδώ με τα παιδιά περνάμε μια χαρά». Μου έδειξε ένα μεγάλο μεταλλικό σκεύος με το φαγητό: ρύζι με λίγα λαχανικά. Δίπλα το γάλα. Προσπαθούσε μαζί με τη βοηθό της, χωρίς ούτε ένα παιχνίδι ή ένα παραμύθι, να κρατήσει το ενδιαφέρον των παιδιών σε εκείνο το δωμάτιο που έμοιαζε με μπουντρούμι. Είχε μόνο τη φωνή της. Άρχισε να τραγουδάει. «Χαρήκαμε πολύ για την επίσκεψη». Άκουσα τον Kailash να μου να λέει. «Είναι ωραία στον παιδικό σταθμό. Τα παιδιά έχουν κάθε μέρα φαγητό. Μόλις ο γιος μου γίνει δυόμισι χρονών θα τον φέρω κι εγώ εδώ. Μετά θα πάει στο σχολείο. Εσείς, κυρία, έχετε πάει στο πανεπιστήμιο;»

Είχαμε ήδη φτάσει στο γραφείο της κοινότητας. Ένα δωμάτιο όχι μεγαλύτερο από δεκαπέντε τετραφωνικά ήταν και αίθουσα συνεδριάσεων του κοινοτικού συμβουλίου. Μερικές πλαστικές καρέκλες, ετοιμόρροποι τοίχοι, ονόματα Δημάρχων και κοινοταρχών αναρτημένα μαζί με τα τελευταία αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών. Το μοναδικό γραφείο ήταν σπασμένο. Δεν υπήρχε κανένα χαρτί ή κλασέρ, ούτε τηλέφωνο. Δίπλα στα αποτελέσματα των τελευταίων δημοτικών εκλογών βρισκόταν κρεμασμένη η αφίσα της unisef με οδηγίες κανόνων υγιεινής για τα παιδιά. Φωτογραφίες και σκίτσα για να μην αφοδεύουν τα παιδιά στους δρόμους, οδηγίες και προτροπές για το πλύσιμο των δοντιών…

Έφτασα στο ταχυδρομικό γραφείο του χωριού. Εκεί υπήρχε τηλέφωνο και καινούρια έπιπλα, δυο πολυθρόνες και ένας καναπές που μου έδειξαν οι κάτοικοι με καμάρι. «Καθίστε εδώ να βγείτε φωτογραφία στα καινούρια έπιπλα» μου πρότειναν. Τα έπιπλα ήταν ακόμη σκεπασμένα με νάιλον για να μη φθαρούν. Ένα παράθυρο στο δρόμο ήταν η θυρίδα του ταχυδρομείου. Οι μουχλιασμένοι τοίχοι δε μου έκαναν πια εντύπωση, ούτε τα παιδιά που καθάριζαν το ρύζι στις αυλές των σπιτιών και δεν έπαιζαν στους δρόμους, ούτε τα σπίτια που είχαν μόνο χώμα στο εσωτερικό τους, ούτε τα δυο κρεβάτια και δυο στρώματα για κάθε οκταμελή οικογένεια, ούτε οι ξυπόλυτοι άνθρωποι που με ακολουθούσαν και με κοίταζαν με περιέργεια. Χώμα παντού. Γυναίκες ανακάτευαν το φαγητό στις αυλές κρατώντας μωρό στην αγκαλιά, άλλες ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Στην αυλή τα παιδιά δούλευαν ή φρόντιζαν τα αδέρφια τους. Πέτρες και χαλίκια χώνονταν στα πόδια μου σε κάθε μου βήμα. Τη στιγμή που έμπαινα στο τζιπ τους είδα όλους να με χαιρετάν και να μου χαμογελούν. Νομίζω ότι η πιο ζωντανή πληθωρική έκφραση που έχω δει ποτέ μου είναι τα μαύρα βλέμματα στο Νέραλ την ώρα του αποχαιρετισμού μας. Θυμήθηκα τον Kailash που μου έλεγε: «ο αδερφός μου κυρία σπουδάζει Φυσική στο Πανεπιστήμιο. Θα στείλω και το γιο μου στο πανεπιστήμιο όταν μεγαλώσει».

Φτάσαμε με το Murugan στο σιδηροδρομικό σταθμό. Σε λιγότερο από τρεις ώρες θα μπορούσαμε να είμαστε στο software technology park. Στα βαγόνια υπήρχαν ανοιχτά περάσματα αντί για πόρτες. Ευτυχώς. Ο αέρας μπαινόβγαινε από τα ανοίγματα δεξιά και αριστερά από τα κλειστά  παράθυρα δημιουργώντας ρεύμα. Ζέστη και υγρασία. Ιδρώτας που δε στέρευε από πάνω μας. Ο Murugan με άφησε στο βαγόνι των γυναικών και πήγε να ταξιδέψει με τους άνδρες. Θα συναντιόμασταν ξανά στο σταθμό της Βομβάης. Ήμουν η μόνη δυτική, στριμωγμένη ανάμεσα σε δεκάδες γυναίκες και παιδιά. Όρθια φυσικά. Η μόνη που δε φορούσε χρώματα της ανατολής, λαχανί και έντονο κίτρινο, πορτοκαλί, χρυσαφί… ατέλειωτα χρώματα… η μόνη που δε φορούσε σάρι ή παντζάμπι, η μόνη που δεν κρατούσε παιδί στην αγκαλιά αλλά βιντεοκάμερα…

 Όλες μοιραζόμασταν ισότιμα τη βρωμιά του χώρου: κάτω ένα παχύς στρώμα χώμα που άφηνε αδιάφορες τις συνταξιδιώτισσές μου, οι οποίες με άνεση έβγαζαν τις σαγιονάρες τους και πατούσαν κάτω ξυπόλυτες, ειδικά αν τελικά έβρισκαν θέση. Ανασαίναμε την ίδια τροπική υγρασία, παχιά έπεφτε πάνω μας, σχεδόν τη ντυνόμασταν σαν καλοπλεγμένη σάρπα στην πλάτη ανακατεμένη με τον ιδρώτα μας. Τα πρόσωπα όλων μας γυάλιζαν από τις σταγόνες που έτρεχαν λερώνοντας τα μάγουλα, το λαιμό και συνέχιζαν τη διαδρομή τους. Το βλέμμα μου τρόμαξε μπροστά στους ανεμιστήρες. Τρεις τέσσερις μικροί ανεμιστήρες παλιάς τεχνολογίας τυλιγμένοι στο χώμα και τις αράχνες. Προφανώς δε λειτουργούσαν. Καμάρωναν αχρησιμοποίητοι πια και συγκέντρωναν ασταμάτητα τα ίχνη από κάθε ταξίδι, κάθε στάση, χώμα, έντομα, στρώματα βρωμιάς σε στερεά μορφή, μια δεύτερη επιδερμίδα επάνω τους, μια μάσκα ως απόδειξη της ύπαρξής τους στο τρένο.

Πρώτη στάση. Έβγαλα τη βιντεοκάμερα και τράβηξα εικόνες από το μέρος. Ανέβηκαν στον βαγόνι δυο μικροπωλήτριες που πουλούσαν ό,τι μπορείς να φανταστείς, από χτενάκια ή διάφορα μικροκαλλυντικά μέχρι εσώρουχα ή φρούτα. Οι πραμάτειες εναλλάσσονταν μαζί με τις μικροπωλήτριες σε κάθε στάση. Δυο στάσεις πριν από τη Βομβάη κατόρθωσα να βρω κάθισμα. Επιτέλους, η πλάτη μου ακούμπησε σε μια κάπως μαλακή επιφάνεια, ιδρωμένη κι αυτή αλλά την ένιωσα αναπαυτική. Οι ταξιδιώτισσες λιγόστευαν. Δεν κρέμονταν πια στα ανοίγματα όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν πόρτες σαν χρωματιστά τσαμπιά. Δεν υπήρχε πια συνωστισμός. Το κινητό μου δεχόταν κάθε τόσο μηνύματα από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας για τα αποτελέσματα των αγώνων κρίκετ.

Το βράδυ ένιωθα κατάκοπη. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν η απόλαυση της επόμενης μέρας: τσάι στο βιβλιοπωλείο της Οξφόρδης και μετά ο Murugan θα με πήγαινε για ένα δίωρο spa και το βράδυ θέατρο σε μια μουσικοχορευτική παράσταση γεμάτη αμερικάνικη και ευρωπαϊκή μουσική, εξαιρετικούς χορευτές, σκηνικά εφέ και πλουμιστά κοστούμια που συγκρίνονταν άνετα με αμερικάνικα θεάματα.

Οι δυο Ινδοί στο αεροδρόμιο κοιτάχτηκαν και ο ένας ψιθύρισε στον άλλο: “Many books”.Σε λίγη ώρα θα έφευγα από την Ινδία. Τι έπαιρνα μαζί μου και τι άφηνα πίσω μου; Θυμήθηκα πόσο σοκαρίστηκα όταν πήγα στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς και είδα στο ταμείο ένα διάφανο κουμπαρά με την ένδειξη: «για την καταπολέμηση της λέπρας».

“No laptop sir. Only books. Look at them.” Άνοιξα την τσάντα μου και του έδειξα τους τόμους που αγόρασα από το βιβλιοπωλείο της Οξφόρδης. Μόλις έδεσα τη ζώνη μου στο αεροπλάνο έψαξα στην τσάντα μου το βιβλίο του Abdul Kalam: “India 2020”. Θυμήθηκα τον Shyamak Davar που τραγουδούσε με πάθος και χόρευε χαρίζοντας στους  θεατές του μια μαγευτική σωματική έκφραση- ομολογία “I am an Englishman  in New York”. Τότε η αίθουσα του Homi Bhabha Theatre, κατάμεστη από τους πιο καλοντυμένους μεταξοντυμένους ανθρώπους, (ίσως ήμουν η μόνη που δεν φορούσε μετάξι) σειόταν από τα πιο δυνατά και ενθουσιώδη χειροκροτήματα που έχω ακούσει ποτέ μου μέσα σε θέατρο. Ανοίγοντας το βιβλίο τα μάτια μου έπεσαν στη σελίδα 5 σαν να υπήρχε μαγνήτης… “a nation is made by its great people and the people in turn became important citizens of that great nation… technology is the tool that brings faster economic experience of certain technological leaders, reveals that we have to demand from our institutions the impossible, and the possible will emerge”.

 Έκλεισα τα μάτια και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα ξαναπάω.