Θάνατος, μεταθανάτια ζωή και αθανασία στις παραδόσεις της Ανατολής – Μέρος 1ο: Ινδουισμός
(Προδημοσίευση από το βιβλίο του Γιώργου Αμάραντου «Malum και dolor: Η μεγάλη Βίβλος του κακού και του πόνου. Μια πολυεστιακή μελέτη», που θα κυκλοφορήσει προσεχώς)
Όταν οι Άριοι πριν τρεις χιλιάδες περίπου χρόνια εισέβαλαν στην Ινδία, ήταν ένας εύρωστος, πολεμικός και ζώχαρος λαός, που ακόμα καμιά σκιά μελαγχολίας δεν μετρίαζε την αγάπη του για την παρούσα ζωή και το φωτεινό όραμα του κόσμου. Στον Ριγκ Βέδα, η Ούσα, η θεά της αυγής και της ευημερίας, καταφθάνει πάνω στο άρμα της που το σέρνουν λευκά βόδια σκορπίζοντας την ευλογία της ζωής και ξυπνά τους ανθρώπους για να μοιραστεί μαζί τους την υπέροχη ακτινοβολία της: «Σήκω∙ η ευφρόσυνη ζωή γεννιέται ξανά∙ διαλύθηκαν τα σκοτάδια, σιμώνει το φως» (Ριγκ Βέδα 1.16.8.14-16) (Neill 1968: 283-4). Βέβαια, οι Άριοι διέθεταν επίσης μια έντονη συνείδηση της συνεχούς παρουσίας του θανάτου ενοφθαλμισμένου εντός του
φαινομένου της ζωής, καθώς η εικόνα του σύμπαντος ήταν γι’ αυτούς, όπως έχουμε δει, μια διαρκής θυσιαστική ιεροτελεστία. Στέκονταν με δέος και απορία μπροστά στην παράξενη μοίρα που εξωθεί κάθε ον, ως αναγκαίο όρο της ύπαρξής του, να θανατώνει και να καταβροχθίζει άλλα ζωντανά όντα, τη ζωή να υποχωρεί όχι απλώς μπροστά σε μιαν άλλη ζωή αλλά για χάρη μιας άλλης ζωής. Από την άλλη, το γεγονός
του προσωπικού θανάτου και της μετά θάνατον τύχης του ατόμου δεν τους γέμιζε με υπερβολικό άγχος και νοσηρή αγωνία. Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να ακολουθεί τη ροή του σύμπαντος και ο θάνατος, έτσι όπως συμβαίνει, είναι μέρος της θεμελιώδους τάξης του (ρίτα). Έτσι, όλα οδηγούσαν σε μια πρόθυμη αποδοχή, ή, τουλάχιστον, σε μια ηρωική εγκαρτέρηση μπροστά στην κοινή μοίρα (Long 1988: 96 ).
Οι ποιητές των ύμνων του Ριγκ Βέδα δεν έψελναν συχνά για τον θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή. Η ίδια η σημαντική του θανάτου λέξη «μρίτιου», δεν εμφανίζεται παρά μόνο σε ένδεκα από τους ύμνους αυτούς. Ασφαλώς, καθώς από τα βεδικά γραπτά απουσιάζει κάθε αντίληψη περί επανενσάρκωσης, η τελευτή του βίου δεν αντιμετωπίζεται ποτέ ως μετάβαση προς μια καλύτερη ζωή, ως οδηγός σε μια κατάσταση υπεραναπλήρωσης των δεινών της παρούσας ζωής. Εκείνο που προβάλλει ως ιδανικό είναι η ιδέα της μακροζωίας: οι Βέδες θεωρούν τον θάνατο ως κάτι που πρέπει να αναβάλλεται για όσο μεγαλύτερο διάστημα είναι αυτό εφικτό. Η χαρακτηριστικότερη προσευχή είναι: «Εμείς τα ανθρώπινα όντα που είμαστε
υποκείμενα στον θάνατο (μρίτιου-μπάντου) μακραίνουμε με χάρη τις ζωές μας για να παραμείνουμε ζωντανοί» (Ριγκ Βέδα 8.18.22). Η λέξη «αμρίτα», αθανασία, που απαντά στον επικήδειο ύμνο (Αθάρβα Βέδα 18.3), αναφέρεται στην αναβολή του θανάτου και όχι σε μια κατάσταση όπου ο θάνατος δεν επέρχεται (Bowker 1996: 218-9). Υπάρχει όμως, όπως και σε άλλες παραδόσεις, η ιδέα περί προέκτασης κάποιου
πέρα από το θάνατο μέσω των γόνων του, κάτι που εξασφαλίζει ένα είδος αθανασίας: «Είθε εγώ ένας θνητός, επικαλούμενος εσένα έναν αθάνατο ( σημ. αναφέρεται στον θεό της φωτιάς, Άγκνι ) να είμαι αθάνατος (αμρίτατβα) στα παιδιά μου» (Ριγκ Βέδα 5.4. 10). Ωστόσο, ας σημειωθεί πως στη βεδική θρησκεία ούτε οι ίδιοι οι θεοί είναι αθάνατοι, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, και βρίσκονται σε διαρκή διαμάχη με τον θάνατο προκειμένου να διατηρήσουν το σχετικό τους προνόμιο, όπως μαρτυρούν
οι σχετικοί μύθοι (O’ Flaherty 1976).
Ποια όμως είναι κατά τη βεδική θεώρηση η μεταθανάτια τύχη των νεκρών; Υπάρχει κάτι που επιβιώνει από τους θνητούς μετά θάνατον και αν, ναι, ποιο είναι το πεπρωμένο του; Ο νεκρός, κατ’ αρχάς, είναι μια θυσιαστική προσφορά στη φωτιά (άγκνι) και στον θεό Άγκνι, που τον οδηγεί με τον καπνό στον ουρανό και στον «κόσμο των πατέρων» (πίτριλοκα), όπου βασιλεύει ο Γιάμα, ο Ινδός Πλούτων και θεός του θανάτου (Michaels 1998: 160). Η φύση αυτού του τμήματος του μακρόκοσμου, όπου φθάνουν οι ψυχές, περιγράφεται επανειλημμένα στον Ριγκ Βέδα: πρόκειται για έναν κόσμο φωτεινό που τον λούζει το φως του ήλιου και όπου τα πνεύματα των νεκρών δοκιμάζουν απολαύσεις όμοιες ως προς το είδος εκείνων που
δοκίμαζαν στη γη, διαφορετικές όμως σε ποσότητα και διάρκεια. Η άλλη όψη της πίστης στον ουρανό είναι η πίστη στην κόλαση. Κάτω από τη γη βρίσκονται οι κολάσεις για τις οποίες προορίζονται οι κακοί. Σε ένα τουλάχιστον χωρίο των γραφών γίνεται λόγος για στάθμιση και ανταπόδοση των πεπραγμένων του ατόμου: οι καλές και οι κακές πράξεις μπαίνουν στη ζυγαριά και η κλίση της πλάστιγγας προσδιορίζει
και τις ανάλογες συνέπειες. Παρεμφερής εδώ είναι και η ιδέα του «δεύτερου θανάτου» (πούναρ-μρίτιου) που είναι η σκληρή μοίρα όσων κατά την διάρκεια της πρώτης ζωής τους αμελούν να εκτελούν τις προβλεπόμενες θυσίες. Πρόκειται ασφαλώς για μια σημαντική ιδέα, καθώς θεωρείται ένα είδος προεξεικόνισης της ιδέας της μετενσάρκωσης, που θα αναδυθεί στα ουπανισαδικά κείμενα και που
συνεπάγεται μια ατελεύτητη σειρά γεννήσεων και θανάτων για όσες ψυχές συνεχίζουν να βρίσκονται παγιδευμένες στην άγνοια ( Keith 1925/1970: 403-416).
Η ιδέα περί ανακύκλησης της ύπαρξης (σαμσάρα) απαντά ήδη στις αρχαιότερες και μείζονος έκτασης Ουπανισάδες, την Μπριχάνταρανυακα και την Τσαντόγκια. Στην πρώτη, η επέλευση του θανάτου δίνεται με ζωηρό και παραστατικό τρόπο, καθώς περιγράφεται η σταδιακή εξασθένιση του σώματος, του νου και των αισθήσεων. Στο τέλος:
Όπως μια κάμπια που ζει πάνω σ’ ένα φύλλο χλόης, όταν φθάσει στο τέρμα του
μεταπηδά σε ένα άλλο φύλλο και αποσύρεται εκεί, έτσι και ο Εαυτός, όταν
εγκαταλείψει το παρόν σώμα, παίρνει ένα καινούργιο στο οποίο και αποσύρεται.
Όπως ένας χρυσοχόος λαβαίνει ένα κομμάτι χρυσάφι και του προσδίδει μια νέα και
πιο ωραία μορφή, έτσι και ο Εαυτός, αφού απορρίψει αυτό το σώμα, μορφοποιεί ένα
άλλο νεότερο και ωραιότερο.
(Μπριχάνταρανυακα, IV, 4, 3-4)
Στην Τσαντόγκια, η ιδέα περί μετενσάρκωσης διαπλέκεται με τη μυστική διδασκαλία για την υπέρβαση του θανάτου μέσα από την εσώτερη γνώση του εαυτού. Στο VIII, 7-12 αντιπαρατίθεται, κατ’ αρχάς, το θνητό σώμα, που είναι δεμένο με τον θάνατο, που υπόκειται στην εναλλαγή της απόλαυσης και του πόνου, και γι’ αυτό τυγχάνει ανίκανο να γευθεί την αληθινή χαρά, με τον αθάνατο Εαυτό, που όταν αποδεσμεύεται από το
σώμα φθάνει στο βασίλειο του υπέρτατου φωτός για να εμφανιστεί εκεί στην ουσιαστική του μορφή ως Υπέρτατο Πρόσωπο. Ένας άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από την καταδίκη του θανάτου, αλλά και της επαναγέννησης, μονάχα όταν αναγνωρίσει αυτό το βαθύτερο Εγώ του που είναι απελευθερωμένο από το κακό, τον θάνατο και όλα τα παρεπόμενα. Όποιος ανακαλύπτει το ένα, το αναλλοίωτο και ακατανόμαστο Βράχμαν (Κοσμικό Εαυτό) ως ταυτισμένο με τον αναλλοίωτο και αθάνατο Άτμαν (Ατομικός Εαυτός) θα λυτρωθεί από την καταδίκη της Αιώνιας Επιστροφής και με την αποδημία της ψυχής από τον κόσμο της παροδικότητας, την γέννηση και τον θάνατο, θα προσκολληθεί για πάντα στον κόσμο του Βράχμαν.
Το θέμα του θανάτου αποδίδεται με εξόχως ποιητικό και γοητευτικό τρόπο και σε μια νεότερη και βραχύτερη Ουπανισάδα, την Κάθα. Πρόκειται για την πολύ όμορφη ιστορία του νεαρού βραχμάνου Νασικέτα, ο οποίος επισκέπτεται τον Γιάμα στην ουράνια σφαίρα του και του ζητά να του αποκαλύψει το μυστήριο του θανάτου και της μεταθανάτιας ύπαρξης. Ο θεός του θανάτου, που εμφανίζεται εδώ ως ένας ευγενικός και φιλικός οικοδεσπότης, γεμάτος σοφία, και όχι ως ένας άρχων του τρόμου, θα προθυμοποιηθεί να δώσει όλες τις εναλλακτικές απαντήσεις, προκειμένου να αποφύγει να απαντήσει ευθέως στην ερώτηση. Αντικρίζοντας, ωστόσο, στο πρόσωπο του Νασικέτα τον αμόλυντο από κοσμικές επιθυμίες και φλεγόμενο από πίστη αυθεντικό αναζητητή της Αλήθειας θα τον καταστήσει τελικά αποδέκτη της υπέρτατης διδαχής, της ταυτότητας Άτμαν και Βράχμαν. Και η Ουπανισάδα κλείνει ως εξής: « Ο Νασικέτα έχοντας αποκτήσει τη γνώση που δηλώνει ο θάνατος (μρίτιου) και έχοντας μυηθεί στην διδασκαλία του γιόγκα, έφθασε στο Βράχμαν απελευθερωμένος από τη ρυπαρότητα των παθών και τον θάνατο» (2.3.18).
Κεντρική σημασία όμως έχει ο θάνατος και στην Μπαγκαβάτ Γκιτά, αφού το ντάρμα του Αρζούνα που τον φέρνει σε διλημματική αμηχανία επί του πεδίου σχετίζεται με το φονεύειν. Θυμόμαστε πως βασικό επιχείρημα του Κρίσνα προκειμένου να πείσει τον νεαρό να αναλάβει πολεμική δράση είναι ότι αυτός αποδίδει λανθασμένο νόημα στον θάνατο, καθώς η αφαίρεση της ζωής ενός αντιπάλου είναι θανάτωση του θνητού και μόνο σώματος, ενώ ο βαθύτερος αθάνατος Εαυτός (Άτμαν) παραμένει άθικτος (2,27-30). Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον χωρίο εστιάζει στην ορθή πνευματική στάση κατά τη στιγμή του θανάτου, κάτι που επηρεάζει τη μεταθανάτια τύχη της ψυχής. Ο Εαυτός τη στιγμή που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει το σώμα και να μεταφερθεί στο επόμενο στάδιο μπορεί να επηρεάσει την επόμενη μορφή μέσω της συγκέντρωσης σ’ αυτό που συνιστά το άκρον της επιθυμίας του. Λέει ο Κρίσνα:
Όποιος την ώρα του θανάτου εμένα μόνο θυμάται… στη δική μου κατάσταση
φτάνει…Οποιαδήποτε ύπαρξη σκέφτεται κανείς, όταν εγκαταλείπει το σώμα του, σ’ αυτήν
και μόνο πηγαίνει, αφού αυτή είχε πάντα στο νου του… Με τη σκέψη σταθερή, με τη
συχνή προσήλωση (γιόγκα), χωρίς ο νους να επικεντρώνεται σε τίποτε άλλο,
αυτός που προσηλώνεται στο Υπέρτατο Ον, σ’ Αυτό καταλήγει.
(Μπαγκαβάτ Γκιτά, 8,6-8)
Ωστόσο, στα πλαίσια του ευρύτερου ινδουιστικού κοσμοειδώλου οι ιδέες περί του «καλού θανάτου» γνώρισαν εμπλουτισμό και εξέλιξη. Έτσι προέκυψε η αντίληψη πως η υπέρτατη ασφάλεια για όποιον αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει είναι να κάνει το τελευταίο του προσκύνημα σε έναν ιερό τόπο και πιο συγκεκριμένα στο Βαρανάσι (Μπενάρες), την Πόλη του Φωτός, η οποία, όπως έχει λεχθεί, «υπόσχεται πολύ περισσότερα από μια καλή ζωή, υπόσχεται έναν καλό θάνατο» (Eck 1984: 343). Εδώ οι νεκρικές πομπές που περνούν καθημερινά με κατεύθυνση το αποτεφρωτήριο και οι φωτιές που καίνε ολονυκτίς στις όχθες του Γάγγη κάνουν τον θάνατο οικείο σε ανθρώπους-πλην, ασφαλώς, των εξ Εσπερίας επισκεπτών-που δείχνουν να μην τον φοβούνται, αλλά να είναι έτοιμοι να τον καλωσορίσουν σαν ένα επισκέπτη που
περίμεναν από καιρό.
Κι όμως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το πένθος για την απώλεια αγαπημένων προσώπων απουσιάζει από την ινδική κουλτούρα. Στη Μαχαμπαράτα έχουμε περιπτώσεις όπου ένας σοφός πασχίζει να καταπραΰνει τη θλίψη κάποιου που έχασε έναν σύντροφο ή έναν συγγενή, προσφεύγοντας σε μιαν αφήγηση για την προέλευση του θανάτου∙και τούτο, με σκοπό να υποδείξει στον ακροατή το γεγονός πως ο
θάνατος είναι η μοίρα στην οποία οδηγούνται όλοι σε μια καθορισμένη στιγμή και η αναπόφευκτη πύλη προς ένα άλλο βασίλειο ή κατάσταση, από την οποία πρέπει να περάσουν όλα τα όντα. Βέβαια, οι Ινδοί λόγιοι ξεκαθαρίζουν ότι η σειρά των γεννήσεων, θανάτων και επαναγεννήσεων δεν είναι το ίδιο πράγμα με την αθανασία, όπως νοείται, π.χ., στην χριστιανική παράδοση υπό την έννοια της απαθανάτισης τόσο του προσώπου όσο και του φέροντος σώματος, το οποίο είναι, σύμφωνα με την ινδουιστική αντίληψη,
ένα εφήμερο φυσικό αντικείμενο αποτελούμενο από πέντε στοιχεία, που κατά τον θάνατο αποχωρίζονται και οδηγούν στην οριστική διάλυσή του (Bon 1965: 127-8).
Για να μη χάσουμε όμως και μια κοινωνιολογική οπτική από τον ορίζοντα των συλλογισμών μας θα πρέπει να επισημανθεί πως η διδασκαλία για τον Τροχό της Ύπαρξης (σαμσάρα) που περιλαμβάνει μια θεωρία περί θανάτου ως κύριο συστατικό της, καθώς και η συνδεόμενη με αυτήν ερμηνεία των όσων συμβαίνουν
στη ζωή ενός ανθρώπου με βάση τα πεπραγμένα του σε προηγούμενες ζωές (θεωρία περί κάρμα), αποτέλεσαν την πνευματική θεμελίωση και κατοχύρωση του ινδουιστικού συστήματος των καστών, μιας από τις πιο μακροχρόνιες και ανθεκτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης της ανθρωπότητας. Με όρους κοινωνικού ελέγχου, μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι οι θρησκευτικές ιδέες της ανταμοιβής και της
μετενσάρκωσης χρησίμευσαν για την επικύρωση και την αιτιολόγηση της συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, εντός της οποίας γεννιούνται, μεγαλώνουν και δραστηριοποιούνται οι άνθρωποι, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις της διαιώνισής του κοινωνικού σχήματος των καστών μέσω μιας αδιαμαρτύρητης υποταγής σ’ αυτό (Davies 2005: 35).
Εκτός από τον Γιάμα, δύο άλλες θεότητες στο ινδουιστικό πάνθεον που εκπροσωπούν τον θάνατο είναι η Κάλι και ο Σίβα. Η Κάλι στην τρομακτική της πλευρά, που έχουμε παρουσιάσει αλλού, είναι η ανελέητη Δύναμη του Χρόνου που καταβροχθίζει το παν. Όταν όμως όλα έχουν καταστραφεί και αυτή η Δύναμη έχει
κατευναστεί, η αληθινή φύση της αιώνιας νύχτας φανερώνεται ως απεριόριστη χαρά, ως αιώνια ειρήνη. Από αυτή την άποψη, η Κάλι είναι γνωστή ως Υπερβατική Νύκτα (Ματζαράτρι) ή Δύναμη του Αιθέρα (Παρβάτι) (Daniélou 1963: 273). Μια τέτοια δυαδική υπόσταση είναι έκδηλη και στην περίπτωση του Σίβα. Είναι, κατ’ αρχάς, ο θεός της άσκησης, της mortificatio, της άρνησης του κόσμου και της ζωής. Συχνάζει
στους τόπους της καύσης των νεκρών, περιβαλλόμενος από νεκρικούς δαίμονες και πνεύματα, στολισμένος με κρανία και πασπαλισμένος με στάχτη. Ψιθυρίζει στ’ αφτί του ετοιμοθάνατου την τελευταία καθοδήγηση, το «ταράκα μάντρα», το «μάντρα της λέμβου», το μάντρα του «μεγάλου περάσματος» (Bowker 1996: 242-3). Ο Σίβα όμως είναι παράλληλα και ο θεός με τον ανορθωμένο φαλλό (ούρντβαλινγκα), σύμβολο του
έρωτα και της ζωής, ο «μέγας ασκητής» και ο «μέγας εραστής» (O’ Flaherty), με την διπλή αυτή λειτουργία του να αναπαριστά την συμπληρωματικότητα ζωής και θανάτου και να συμβάλλει στην ειλικρινή κατανόηση και θαρραλέα αποδοχή του πραγματικού προσώπου της ζωής στην αμφίσημη διάστασή του. Σε κάθε περίπτωση, ο ινδουιστής έχει βάσιμους λόγους να αντικρίζει την τρομακτική όψη του θανάτου με
λιγότερη ενόχληση και αγωνία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bon, B.H. 1965. “Unsterblichkeit” στο Szczesny, G.(Hg.) Die Antwort der Religionen auf 31 Fragen
Bowker, J. 1996. O θάνατος και οι θρησκείες
Daniélou, A. 1963. Hindu Polytheism
Davis, D.J. 2005. A brief History of Death
Eck, D.L. 1984. Benares, City of Light
Keith, A.B. 1925/1970. The Religion and Philosophy of the Veda and the Upanishads
Long, Bruce 1988. “O θάνατος που θέτει τέρμα στο θάνατο στον ινδουισμό και βουδισμό” στο Kübler-Ross, E. Θάνατος, το τελικό στάδιο της εξέλιξης
Michaels, A. 1998. Der Hinduismus
Neill, St. 1968. “Die Macht und die Bewältigung des Todes in Hinduismus und
Buddhismus” στο Thielicke (Hg.), Leben angesichts des Todes
O’ Flaherty, W.D. 1976. The Origin of Evil in Hindu Mythology
Δημοσιεύσεις του Γιώργου Αμάραντου στην ΕΛΙΝΕΠΑ:
Βιβλία:
Απόλλων και Κρίσνα – Ελλάδα και Ινδία στη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη και λογοτεχνία, 2η έκδ. 2022, Αθήνα: Εκδόσεις ΕΛΙΝΕΠΑ. ISBN: 978-618-82624-5-4
Μελέτες και Άρθρα:
«Θάνατος, μεταθανάτια ζωή και αθανασία στις παραδόσεις της Ανατολής – Μέρος 2ο: Βουδισμός» ΙΝΔΙΚΑ 2025
«Θάνατος, μεταθανάτια ζωή και αθανασία στις παραδόσεις της Ανατολής – Μέρος 1ο, Ινδουισμός» ΙΝΔΙΚΑ 2025
«Είναι η ινδική σκέψη πεσιμιστική;» ΙΝΔΙΚΑ 2024
«Σατάν και Μάρα – Το Πρόβλημα του Κακού στη δυτική και στην ινδική σκέψη» ΙΝΔΙΚΑ 2023
«Για μια ανθρωπολογία της εσωτερικής ειρήνευσης – Δύση και Ανατολή “συνομιλούν” για τη γαλήνη της ψυχής» ΙΝΔΙΚΑ 2023
«Η Θεοσοφική Εταιρεία και η περίπτωση Κρισναμούρτι» ΙΝΔΙΚΑ 2022
«Η ζοφερή επικαιρότητα της Ιλιάδας και της Μαχαμπαράτα» ΙΝΔΙΚΑ 2022